Ήταν γυναίκα
που δεν γεννήθηκε,
ξεχύθηκε.
Ξέσπασε από σπλάχνα σκοτεινά,
φορώντας το θυμό της σαν βελούδο καυτό.
Έκαιγε χωρίς να ζητά συγγνώμη.
Δεν πλησίαζες... σε έλιωνε.
Δεν την ήξερες... σε τύλιγε.
Όσο πιο πολύ την φοβούνταν,
τόσο πιο όμορφη γινόταν.
Κι όσο πάγωνε,
τόσο σκλήραινε.
Ένα άγγιγμα την εποχή της θέρμης
ήταν υπόσχεση.
Μα ένα άγγιγμα μετά
ήταν τιμωρία.
Δεν έμεινε γυναίκα,
έγινε τοπίο.
Σχήμα της ίδιας της αντοχής.
Φτιαγμένη για να περπατoύν επάνω της
και ποτέ ξανά να μην τους καίει.
Αλλά βαθιά μέσα της,
το μάγμα ανασαίνει.
Και περιμένει.
Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου