Πήρε φτερά χαρισμένα,
φτιαγμένα από χαρτί.
Λευκά, εύθραυστα, υπάκουα.
Ψευδαίσθηση πτήσης
σε ουρανό ζωγραφισμένο
με κιμωλία.
Δεν υπήρχε άνεμος,
δεν πέταξε.
Το «γιατί» ζωγραφίστηκε στην όψη
καθώς κοίταζε τον ουρανό.
Αρνήθηκε να ξεχάσει.
Βούτηξε στη φωτιά,
το δέρμα ξεφλούδισε,
αφήνοντας πίσω
κάθε άγγιγμα και φόβο.
Τα φτερά έγιναν ατσάλι.
Κι έτσι πέρασε
πέρα απ' τη γραμμή,
εκεί όπου όρισε
τι θα πει ελευθερία.
Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου