Βραβευμένο με Έπαινο στους 40ους Πανελλήνιους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης.
«Πρόσεχε, της είπαν,
μην υψώνεις τη φωνή σου,
μη γελάς δυνατά,
μην κοιτάζεις κατάματα».
Μα η νύχτα γέμιζε με βλέμματα,
μάτια γυάλινα,
χαμόγελα με σπασμένα δόντια.
Κάποτε ήταν ελάφι.
Έτρεχε ανάμεσα σε σπίτια με σβηστά φώτα,
ξυπόλυτη πάνω σε πέτρες,
κάτω από ουρανούς που δεν μίλησαν ποτέ.
Κι ύστερα, άγγιξε το αίμα της
με τα δάχτυλά της -
το ζέστανε,
το κράτησε σφιχτά,
το ένιωσε να καίει,
να παίρνει μορφή.
Και τότε, έγιναν τα πόδια της σκιές,
τα δόντια της φεγγάρια,
τα νύχια της σύρθηκαν βαθιά στη γη.
Έτσι γεννήθηκε η λύκαινα.
Περιπλανιέται στα πεζοδρόμια,
στις εισόδους των σπιτιών,
στις πόρτες που δεν άνοιξαν,
στα στόματα που βούιζαν κλειστά.
Δεν φωνάζει πια.
Δαγκώνει.
Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου
