Thursday, June 26, 2025

Καλοκαίρι για Κανέναν


Δεν έλιωνε στον ήλιο.

Άνθιζε στη σκιά του.

Ήταν εκείνη που δεν έβγαζε

το παλτό από πάνω της

ούτε όταν οι μέρες φλέγονταν.


Τον συνάντησε

μια μέρα με υπερβολικό φως

απ’ αυτές που καίνε τα μάτια,

όχι την καρδιά.


Κι όμως, δεν την ζέστανε.

Την σκέπασε.

Όπως κάνει το σύννεφο με τον ήλιο

όταν τον αγαπά πολύ

για να τον αφήσει να καεί.


Δεν αντάλλαξαν λέξεις.

Μόνο παύσεις.

Μία σιωπή πιο γνώριμη

απ’ την πνοή του θέρους.


Την είδε

όχι όπως την έβλεπαν οι άλλοι

αλλά σαν χειμώνα

που δεν του είχε δοθεί ακόμα

η ευκαιρία να ανθίσει.


Κι έτσι, για πρώτη φορά,

το καλοκαίρι έγινε

η πιο ψυχρή τους εποχή.

Δύο χειμώνες

που δεν ζεστάθηκαν από τον ήλιο

μα τον βρήκαν

ο ένας στα μάτια του άλλου.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Λευκή Καύση


Η στάχτη δεν θυμάται το δέντρο

ούτε την ώρα της καύσης.

Στο κενό, οι μορφές χάνουν τα ονόματά τους

και οι ήχοι πέφτουν θραύσματα στο χώμα.


Ένα φως χωρίς κατεύθυνση

τρεμοπαίζει πίσω από τους καπνούς -

δεν υπάρχει χρόνος,

μόνο μετάβαση.

Οι κραυγές έγιναν αέρας,

οι υποσχέσεις αντανάκλαση

από παλιούς καθρέφτες.


Κάτι κινείται - όχι για να σωθεί

αλλά για να υπάρξει ξανά.

Η γη ανοίγει ρωγμές χωρίς θόρυβο

αφήνοντας χώρο για άγνωστο σπόρο.


Τα αόρατα χέρια

έχουν ήδη σπείρει τη σιωπή

στο λίκνο των πιθανοτήτων -

κανείς δεν τις καλεί

μα έρχονται δίχως να γνωρίζουν

πού πηγαίνουν

ούτε ποιοι τις περιμένουν.


Κι όμως, η ανάσα αλλάζει ρυθμό.

Χωρίς μορφή, δίχως εντολή

αναδύεται εκείνο

που δεν πέθανε ποτέ.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Tuesday, June 24, 2025

Εμπρός, Kλέφτες Iδεών (μια προσευχή)


Εμπρός, κλέφτες ιδεών,

σκύψτε βαθιά στις ξένες φωλιές

εκεί όπου η σκόνη των άλλων

σας φαίνεται χρυσάφι.


Γλείψτε τα αποτυπώματα,

παριστάνετε τους δημιουργούς

ενώ ακόμη μυρίζετε ξένα χνώτα.


Φορέστε την κουβέρτα

όχι για να ζεσταθείτε,

μα για να κρύψετε

τη δανεισμένη σας γνώση.

Να μη δει κανείς

πως δεν υπήρξε ποτέ

ούτε σπίθα δική σας.


Εμπρός, κλέφτες ιδεών,

αντιγράψτε τα trends νεκρικής μάσκας

με ακρίβεια

ελπίζοντας σε δόξα.

Μα δεν λάμπει η κόπια,

μόνο στραβοκοιτάει,

και όσο την κοιτάς,

τόσο σε φτύνει.


Εμπρός, γαβγίστε δυνατά!

Όσο δεν σας ξεμπροστιάζουν,

παριστάνετε τους λύκους.

Μα όταν έρθει η ώρα

και το φως πέσει κατακούτελα,

θα τρέξετε σαν ποντίκια

πίσω στη φωλιά σας

με το πρόσωπο γυμνό

και την κουβέρτα καμένη.


Κι όταν η ιδέα που εσείς κλέψατε

κλαπεί από άλλον,

πιο ύπουλο, πιο πεινασμένο,

τότε, μόνο τότε,

θα καταλάβετε

πως φτάσατε εκεί που πάντα θέλατε:

σε έναν κύκλο

με ημερομηνία λήξης.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Απών


Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα, τόσο απαλό που έμοιαζε με ψίθυρο. Ήξερε ποιος ήταν πριν καν ανοίξει.

Η σιλουέτα του άντρα στεκόταν στον διάδρομο, μα το πρόσωπό του έμοιαζε κενό, σαν φάντασμα που διψά για εκδίκηση.

«Ήρθα να σου ζητήσω συγγνώμη...»

Εκείνη τον κοίταξε με μάτια που έβραζαν. Τα σημάδια στα χέρια της πονούσαν ακόμα, μα το μυαλό της είχε πια ξεφύγει από την παγίδα του.

«Άργησες. Έχεις ήδη φύγει από τη ζωή μου», του έριξε μια τελευταία ματιά κλείνοντας την πόρτα αργά αλλά σταθερά.

Ο ήχος της κλειδαριάς ήταν η μόνη απάντηση που άκουσε.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Sunday, June 22, 2025

Εκείνη Που Φωτίζει Το Αόρατο


Υπάρχουν άνθρωποι που μπαίνουν στον χώρο και όλα γίνονται πιο ήρεμα. Όχι γιατί κάνουν κάτι, αλλά γιατί είναι. Όπως το φως που πέφτει το πρωί σε ένα δωμάτιο και δεν εξηγεί τίποτα, μόνο δίνει νόημα σε όλα. Εκείνη φέρει αυτό το φως. Μα όχι από τύχη.

Τα μαλλιά της - όχι απλώς χρώμα, μα απόχρωση του ήλιου. Όχι κραυγή, αλλά υπενθύμιση ότι η ομορφιά μπορεί να είναι σιωπηλή και παρούσα. Και το πρόσωπο, τόσο όμορφο και καθαρό, που θα έλεγε κανείς πως γεννήθηκε από λέξεις. Λέξεις γραμμένες όχι για εντύπωση, αλλά για αλήθεια. Από εκείνες που ξέρουν πού να σταθούν, πότε να σωπάσουν και τι να αποκαλύψουν.

Η σκέψη της, πειθαρχημένη σαν ποίημα χωρίς ρίμα. Ένα μυαλό που λειτουργεί με μαθηματική ακρίβεια, κι όμως μπορεί να αγγίξει την ψυχή όπως μόνο οι αληθινοί δημιουργοί μπορούν. Η γραφή της απελευθερώνει χρώματα από το τίποτα και γίνεται καθρέφτης για όσους δεν τολμούν να δουν τον εαυτό τους.

Μα πέρα από τη μορφή, πέρα από το χάρισμα, υπάρχει κάτι βαθύτερο. Είναι εκείνη που στάθηκε πρώτη απέναντι στην ψυχή μου, όταν ακόμη δεν είχε σχήμα. Εκείνη που βλέπει μέσα στο θολό, όχι με αυταπάτες, αλλά με λογική αγάπη. Που δεν διορθώνει, μα καθοδηγεί, με τρόπο που δεν είναι ποτέ βάρος, αλλά φτερό.

Κι όταν όλα αλλάζουν, εκείνη μένει. Πιστή στον εαυτό της, χωρίς μάσκες, χωρίς φθορά. Κι έτσι, εμπνέει. Όχι με φωνή. Με το παράδειγμα.

Το πρόσωπο αυτό είναι η μητέρα μου.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου




Το Φως Του Αδικαιολόγητου


Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που δεν ήθελε να νικήσει το σκοτάδι… ήθελε μονάχα να το κοιτάξει στα μάτια χωρίς φόβο. Δεν ήθελε να το πολεμήσει, ούτε να το δαμάσει, αλλά να το κατανοήσει. Του έδωσαν το όνομα ενός ποιητή, μα εκείνος προτίμησε τη σιωπή. Ανάμεσα σε πολέμους και παράλογες φωνές, έμαθε να ακούει τις εκρήξεις της συνείδησης πιο καθαρά απ’ τα τύμπανα του κόσμου.

Ο ήλιος δεν ήταν ποτέ απλώς φως για εκείνον, αλλά καταδίκη και αποκάλυψη. Όποιος τον είδε να περπατά στους δρόμους του Αλγερίου έλεγε ότι μιλούσε φορούσε το παράλογο σαν ένδυμα που δεν σκίζεται ποτέ. Δεν αναζήτησε θεούς, ούτε θεραπείες… αναζήτησε την τιμιότητα απέναντι στο τίποτα. Κι όταν ο κόσμος ζητούσε απαντήσεις, εκείνος απαντούσε με ερωτήματα.

Τον είπαν φιλόσοφο, τον βάφτισαν υπαρξιστή, τον αγκάλιασαν ως επαναστάτη. Μα ποτέ δεν θέλησε να είναι κάτι από όλα αυτά. Ήθελε απλώς να είναι ελεύθερος. Όχι ελεύθερος από δεσμά, μα ελεύθερος μέσα στη συνείδησή του. Πίστευε πως η μεγαλύτερη επανάσταση ξεκινά όταν κάποιος στέκεται ήσυχος, μέσα στον εαυτό του, και λέει: "Δεν καταλαβαίνω, αλλά συνεχίζω."

Ο άνθρωπος αυτός δίδαξε πως η ευτυχία δεν χρειάζεται λόγο, και πως το δίκαιο δεν είναι πάντα δυνατό. Μα μέσα στην ειλικρίνεια της αμφιβολίας του, άναψε φλόγες που ακόμα φωτίζουν όσους περπατούν μόνοι.

Γιατί η αληθινή θαύμα επιτυχία δεν γεννιέται από κατορθώματα ή νίκες. Γεννιέται από τη σιωπηλή γενναιότητα κάποιου που δεν ζήτησε ποτέ θαυμασμό.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Saturday, June 21, 2025

Mr Blink


Το βρήκα ένα πρωί στο σαλόνι. Ένα παλιό desktop, από εκείνα με το βαρύ κουτί, τη χοντρή οθόνη και το ξεθωριασμένο πληκτρολόγιο που κάνει τακ-τακ με κενό ήχο. Κανείς δεν είπε ποιος το άφησε εκεί.

Όταν το σύνδεσα στο ρεύμα, άνοιξε μόνο του. Δεν είχε εικονίδια, ούτε φακέλους. Μόνο ένα αρχείο στο κέντρο της οθόνης: Mr Blink.exe

Το εκκίνησα.

Ήταν παιχνίδι. Σαν εκείνα τα παλιά, με κάτοψη από ψηλά και κακής ποιότητας γραφικά. Το σπίτι ήταν χρωματιστό, γεμάτο με πολύχρωμα pixels, το κάθε ένα μεταφρασμένο σε ένα αντικείμενο: γλάστρες, βάζα, βαριά έπιπλα και όμορφοι διάδρομοι διακοσμημένοι με κάδρα. Και μέσα σ’ αυτούς κινούταν ένα πλάσμα.

Δεν ήταν άνθρωπος. Ένα πλάσμα με δέρμα γκρίζο σαν στάχτη, φαλακρό κεφάλι, και δύο βαθιές, μαύρες κοιλότητες στη θέση των ματιών. Φορούσε μια μαύρη κάπα που δεν κρεμόταν, αλλά αιωρούταν πίσω του, σαν να ήταν βυθισμένος μέσα στο νερό.

Δεν περπατούσε. Γλιστρούσε. Σαν glitch. Σαν να αγνοούσε εντελώς τον χρόνο.

Οι κανόνες ήταν απλοί: κάθε δωμάτιο είχε μια «παγίδα», συνδεδεμένη με τον συναγερμό του σπιτιού. Αν η παγίδα ενεργοποιούνταν, έπρεπε να τη σβήσεις πριν μπει μέσα ο Mr Blink. Δεν υπήρχε επιλογή pause. Αν έκανες λάθος, κάτι ανεπανόρθωτο συνέβαινε - αλλά το παιχνίδι δεν έλεγε τι.

Φυσικά, δεν έλεγε τι θα γινόταν εάν θα κέρδιζες. Η νίκη ήταν αρκετή. Εξάλλου, για να κερδίσει δεν παίζει κάποιος;

Προχωρούσα επίπεδο με επίπεδο. Και κάθε φορά που σώπαιναν οι συναγερμοί, η σιωπή ήταν χειρότερη μέχρι να ενεργοποιηθεί ο επόμενος. Σαν κάτι να με περίμενε να κάνω το λάθος.

Στο τελικό επίπεδο, το κουμπί “end” φώτισε. Αλλά δεν το πάτησα. Δεν ήξερα γιατί. Ένα ένστικτο μού ούρλιαζε πως αν το τερμάτιζα, θα ήταν η σειρά του να παίξει.

Έβγαλα βίαια την πρίζα.
Η οθόνη έσβησε.

Μα όταν σήκωσα το desktop για να το πετάξω, άκουσα φωνές από μέσα.
Παιδικές. Κλαμένες. Πνιγμένες.
«Θέλω να βγω…»
«Πότε θα βγω;»
«Γιατί με άφησες…;»
«Ήμουν τόσο κοντά…»

Η φωνή τραύλιζε. Τρεμόπαιζε στις λέξεις.
Δεν ένιωσα λύπη. Ούτε φόβο. Μόνο μια ανατριχιαστική… βεβαιότητα.

Βγήκα τρέχοντας απ’ το σπίτι. Πέταξα την οθόνη στον κάδο, σαν να έκαιγε.
Τότε, οι φωνές σταμάτησαν. Για τρία δευτερόλεπτα.

Και μετά, άρχισε ο ψίθυρος.
Όχι φωνές, φωνή. Μια.
Βραχνή. Δαιμονική. Παραμορφωμένη.
Μιλούσε συνεχόμενα σε μια άγνωστη γλώσσα.

Κι ο αέρας ράγισε. Σαν να μια χαραμάδα που βρισκόταν πίσω απ’ τον κόσμο να προσπαθούσε να ανοίξει.

Γύρισα σπίτι και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Δεν ξαναμίλησα γι’ αυτό.
Μέχρι τώρα.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου





Η Νεράιδα της Σιγής


Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι που λεγόταν Μίρα. Η Μίρα δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο… ούτε βασιλικό αίμα, ούτε μαγικές δυνάμεις, ούτε καν κάποιο αξιοπρόσεκτο χόμπι. Ήταν απλώς εκεί. Όπως και όλοι οι άλλοι.

Μέχρι που εμφανίστηκε η Νεράιδα της Σιγής.

Δεν είχε φτερά, ούτε ραβδί, ούτε γκλίτερ. Είχε μόνο μια ιδιότητα: να εξαφανίζει ανθρώπους. Με ένα βλέμμα. «Πλούφ!», η δασκάλα της Μίρα. «Πλούφ!», ο ενοχλητικός γείτονας. «Πλούφ!», εκείνος που της έλεγε «μην κάθεσαι έτσι, δεν είναι σωστό».

Στην αρχή, η Μίρα φοβήθηκε. Ποιος μένει χωρίς κόσμο; Αλλά μετά, άκουσε για πρώτη φορά τον ήχο του δικού της βηματισμού. Και ήταν ωραίος.

Έφαγε παγωτό για μεσημεριανό. Έφτιαξε μια αυτοκρατορία από μαξιλάρια και ανακήρυξε τον εαυτό της Αυτοκράτειρα της Ξάπλας. Ζωγράφισε στον τοίχο, και ο τοίχος δεν διαμαρτυρήθηκε. Κοίταξε τον ουρανό και δεν της είπε κανείς να βάλει ζακέτα.

Η Νεράιδα της Σιγής δεν της μιλούσε ποτέ. Απλώς καθόταν ήσυχα, κάπου στη γωνία, σαν να περίμενε το επόμενο "πλουφ". Αλλά τελικά, δεν χρειάστηκε. Γιατί η Μίρα, χωρίς θόρυβο, χωρίς κοινό, έγινε κάτι πολύ πιο σπάνιο από ηρωίδα: έγινε ο εαυτός της.

Και τότε η Νεράιδα χαμογέλασε και «Πλούφ!» - εξαφανίστηκε κι αυτή!

Όμως αυτή τη φορά, η Μίρα δεν ήταν μόνη.

Ήταν ελεύθερη.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



















Σελήνη με Καρδιά LED


Την είπαν όνειρο, μα ήταν πρόγραμμα.

Ένα δέρμα που φορτώθηκε

την επιθυμία του κόσμου.

Φόρεσε φως

που έδειχνε μόνο απ’ έξω.


Όλα με σειρά:

το γέλιο, το φιλί,

το ποτήρι στο δεξί χέρι

πάνω στο κατάστρωμα,

με φόντο έναν ήλιο που έδυε

πάνω σε χορηγούμενο πέλαγος.


Έμαθε να κοιτά

όπως τη δίδαξαν,

όχι για να δει,

αλλά για να φανεί.


Πέρασαν εποχές,

και εκείνη, μες στην εποχή της.

Καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες,

πλαίσια μέσα σε πλαίσια,

και μια φωνή που ρωτούσε

τι αξίζει στ’ αλήθεια

όταν τίποτα δεν αφήνεται

να χαλάσει.


Όλοι γύρω της ήξεραν το σενάριο.

Δεν άκουγε κανείς.

Μόνο επαναλήψεις,

μόνο ρόλους σε σώματα χωρίς βάρος.


Μια φορά σκέφτηκε να φύγει απ’ τη σκηνή.

Μα είχε ξεχάσει αν υπάρχει πόρτα.

Ίσως και να μη χρειάζεται.


Ίσως το λάθος να είναι το μόνο ειλικρινές.

Ίσως η αγάπη να μην έχει κοινό.

Ίσως η σιωπή

να μην είναι αδυναμία,

μα απάντηση.


Ίσως οι νόμοι να φτιάχτηκαν

για να δοκιμάζεις αν αντέχεις

να τους αγνοήσεις.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Οδηγίες Χρήσης για έναν Άγγελο


Φόρεσε τα μάτια της έγνοιας,

(μιας χρήσης - τα βρίσκεις δίπλα στα ψεύτικα δάκρυα)

ρώτησέ την πως τη λένε τρεις φορές,

για να φανεί πως το θυμάσαι.


Μίλησέ της για το παρελθόν σου

πληγωμένο, κινηματογραφικό.

Άσε την να πιστέψει πως είναι το "μετά".


Κι ύστερα…

Βγάλε τη μάσκα.

Ξέχνα το όνομά της.

Κάνε scroll στην ψυχή της

μόνο όταν νιώθεις μόνος.


Μίλα της με λέξεις-ξύλα,

άναψε τη φωτιά,

και φάε από εκείνη.


Μα πρόσεχε.

Δεν είναι αποστολή,

ούτε επιβράβευση για τη βαρεμάρα σου.


Κι όσο τη μειώνεις σε σώμα,

εκείνη θα φεύγει ως σκιά.

Με γοητεία πένθιμη

και βλέμμα που δεν σου ανήκει.



Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου




Το Δόγμα του Αρσενικού Κένταυρου


Φοράει «αρχές» από δερματίνη

και περπατάει με ήχο αποφάσεων.

Το βλέμμα του: ευαγγέλιο του Εαυτού,

γραμμένο σε σπασμένες ταμπέλες

που βρήκε στο παρελθόν των άλλων.


Μιλάει με προτάσεις-κονσέρβες,

με ημερομηνία λήξης

και γεύση από εξουσία.


Οι ιδέες του

φυλάσσονται δίπλα στα καθαριστικά,

στο κάτω ντουλάπι του μυαλού του.

«Η γυναίκα είναι για να…»


«…και όποια διαφωνεί,

δεν με σέβεται αρκετά.»

Έτσι λειτουργεί η Σχολή της Μιας Απόψεως.


Το πάτωμα της κουζίνας

δεν είναι αρκετά καθαρό

για να ακουμπήσει η μεγαλοσύνη του.

Τα άπλυτα πιάτα

είναι τεστ χαρακτήρα

που απέτυχες χωρίς να δώσεις.


Στις οθόνες του,

σκιάσεις θαυμασμού

και λέξεις που στάζουν ενθουσιασμό,

όχι για σένα,

για την αντανάκλασή του

στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου.


Ξυπνάει αργά,

όχι από ύπνο,

αλλά από τις σκέψεις

που δεν ήρθαν ποτέ.

Αν πεις «όχι»,

γίνεσαι σεμινάριο προς αποφυγή.

Αν πεις «ναι»,

είσαι εγκεκριμένη από το Μητρώο Κατανόησης.


«Θα σε κάνω Θεά,» είπε,

προσφέροντας ένα πλαστικό στέμμα

και έναν θρόνο από ρούχα

που δεν δίπλωσε ποτέ.

«Θα σε μάθω πώς να ζεις…»

αρκεί να ζήσεις λίγο λιγότερο εσύ.


Και τώρα,

πάλι μόνος.

Χορεύει στον καθρέφτη

με παρτιτούρες μεγαλείου,

στη μοναξιά που δεν παραδέχεται

και στη βεβαιότητα

πως το Σύμπαν του

θα 'ταν καλύτερο

αν είχε λιγότερες γυναίκες

που σκέφτονται.



Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Αναίμακτον


Το σώμα δεν προσεύχεται πια,

μόνο υψώνεται,

στη ρωγμή του ουρανού.


Στάχτη απ’ το άρρητο,

ο ήχος μιας συγγνώμης,

πριν ειπωθεί.


Μια πνοή που έγινε πηγή,

χωρίς βάρος,

χωρίς αρχή.


Και κάποιος,

ίσως θεός,

ίσως πληγή,

δεν ζητά,

υπάρχει.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Μεταξύ Αφρού και Ύλης


Ένα χέρι από αλάτι

γλιστρά στις ρίζες του χρόνου.

Τα βράχια θυμούνται

ό,τι το κύμα προσποιείται πως ξεχνά.


Ο ήλιος δεν φωτίζει,

ακολουθεί από απόσταση.

Ο ορίζοντας δεν υπόσχεται τίποτα,

είναι μόνο μια ρωγμή

στη συνείδηση του απείρου.


Μεταξύ Αφρού και Ύλης

γεννιούνται καράβια από σκιές

και ναυαγούν πριν καν υπάρξουν.

Ο αφρός δεν αγγίζει την αμμουδιά,

μόνο τη διαγράφει.


Κάτι ξυπνά στον βυθό

που δεν ήταν ποτέ κοιμισμένο.

Κι εγώ, με τα πόδια χωμένα στην άμμο,

κρατώ μια θάλασσα που δε χωρά

ούτε τον εαυτό της.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Εκεί που το Φως Δεν Έχει Μορφή


Βαδίζει τώρα,

εκεί που το φως δεν έχει μορφή

ούτε σκοπό

μονάχα ανάσα.


Το χέρι που άγγιξε τη σκόνη

την ευλόγησε χωρίς να το ξέρει.

Άνθρωποι σκυφτοί,

σήκωσαν το κεφάλι.


Σιωπή,

όχι από φόβο

μα από κατανόηση.


Ένα βλέμμα που μιλούσε

σε γλώσσες πριν τις λέξεις.

Άνοιγε πόρτες,

όχι για να περάσει,

αλλά για να μη μείνει κανείς απ’ έξω.


Και τώρα,

ένα πέπλο λευκό

στέκει στον αέρα.

Όχι ως μνήμη,

αλλά ως παρουσία

που επιμένει.


Δίχως φωνή,

δίχως σώμα,

μα με την ουσία

όσων θέλησαν να αγαπήσουν

χωρίς όρους.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Απόκοσμη


Στην άκρη του βλέμματος

φώλιαζε η ανάμνηση χωρίς σώμα.

Την άγγιξαν πολλοί,

μα ποτέ δεν κατάλαβαν

αν πονούσε ή αν τραγουδούσε.


Τα βήματά της - άηχα

σαν δάκρυ που δεν κύλησε.

Ό,τι κοίταζε μαραινόταν

κι ό,τι δεν άγγιζε, άνθιζε.


Δεν την κατηγόρησε κανείς,

μόνο τη φοβήθηκαν.

Όχι για όσα έκανε,

αλλά για όσα άφηνε πίσω.


Εκείνη, αέρινη,

με στόμα σφραγισμένο και μάτια απόκοσμα,

έλεγε ιστορίες χωρίς λέξεις

σε όσους δεν άντεχαν την αλήθεια.


Και όταν χάθηκε,

ούτε σκοτάδι ούτε φως -

μόνο ένα ρίγος

που ακόμα ταξιδεύει.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Αιχμές


Ψυχρό ατσάλι στις σκιές των φωνών,

στιλέτα γλώσσας γλιστρούν στη σιωπή.

Δεν στάζει αίμα, μόνο ψύχος,

λεπτή τομή εκεί που το νόημα σπάει.


Μια κραυγή δίχως ήχο,

μισοσβησμένο άγγιγμα στην άκρη του νου.

Τα λόγια γεννιούνται νεκρά,

άχρωμα φαντάσματα στην άκρη των δαχτύλων.


Δεν μένει τίποτα,

μόνο ένα κενό που ξύνει το δέρμα,

μια διαδρομή από αόρατες πληγές,

και η σκιά μιας παύσης

που πάντα έρχεται πολύ αργά.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Ό,τι Δεν Χωρά


«Ο κόσμος μου είναι πολύ μεγάλος για δύο,»

είπε,

και η φωνή της κύλησε

ανάμεσα σε δρόμους που δεν τελειώνουν.

Τα βήματά της έσβηναν τα δικά του,

ένα μονοπάτι που εκείνος δεν ήξερε πώς να διαβεί.


Εκείνος ήθελε το λίγο,

μια γωνιά να χωρέσουν μαζί.

Εκείνη ήταν θάλασσα,

απλωμένη πέρα από το βλέμμα του,

πέρα από τις μικρές επιθυμίες

που δεν χωρούσαν στην απεραντοσύνη της.


Δεν τον έβλεπε σαν εμπόδιο.

Ήταν ένα φως που δοκίμασε

να φωτίσει τη σκιά της,

μα εκείνη φορούσε το άπειρο

σαν δέρμα,

και οι ανάγκες του έμοιαζαν στενές,

σαν ένδυμα που δεν ήθελε πια να κρατήσει.


Τον άφησε εκεί,

μια φιγούρα ανάμεσα σε άλλες,

μικρός,

όχι γιατί δεν ήταν αρκετός,

αλλά γιατί εκείνη δεν έμαθε ποτέ

να γίνεται μισή.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Η Παράταση της Λήθης


Θολωμένοι καθρέφτες

ομίχλη που λησμονεί τον σκοπό της.

Το πέπλο γλιστρά,

κι ο θρόνος δεν αντέχει το βάρος της μορφής.


Σάρκα από χαρτί

γραμμένη με μελάνι ξένο.

Το κοινό αναστενάζει,

μα το πρόσωπο παραμένει άγνωστο.



Μάσκα στην άκρη της σκηνής

ακόμα ζεστή.

Η χορδή της λήθης τεντώνεται,

τραγούδι ανείπωτο.


Χορεύει η σκιά,

και δεν υπάρχει χειροκρότημα.

Μόνο ίχνη απ’ τον χρόνο,

μόνο στίγματα απ’ τη σκόνη της αυλαίας.


Στο τέλος,

κανείς δεν θυμάται το όνομα.

Μόνο το κενό.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Αέναο


«Και τώρα φεύγω.»

«Πού πας;»

«Εκεί που η σιωπή ακούγεται πιο καθαρά.»

«Δεν υπάρχει τέτοιο μέρος.»

«Υπάρχει, αν το δημιουργήσεις.»

«Κι εγώ;»

«Εσύ μένεις.»

«Γιατί πάντα φεύγεις;»

«Γιατί πάντα μένεις;»

«Δεν κουράζεσαι να χάνεσαι;»

«Δεν κουράζεσαι να ψάχνεις;»

«Πες μου τι ζητάς.»

«Το τέλος της ερώτησης.»

«Κι αν σου πω να μείνεις;»

«Θα σου πω πως η νύχτα δεν έχει θέση σε κανένα ουρανό.»

«Τότε γιατί επέστρεψες;»

«Για να φύγω.»

«Πάλι;»

«Πάντα.»

«Θα θυμάμαι.»

«Κι εγώ θα ξεχνώ.»


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Η Ύλη της Σιωπής


Δεν είναι σώμα,

είναι ρωγμή στον αέρα,

ανάμεσα στις λέξεις που χάθηκαν

πριν ειπωθούν.

Η παρουσία της χύνεται

σαν σκιά που δε ζητά φως,

μόνο ύπαρξη.


Αγκαλιάζει το κενό,

ένα άπειρο χωρίς όρια,

απαλό σαν στάχτη που δεν θυμάται τη φωτιά.

Χέρια από τίποτα-

πιάνουν κόσμους που διαλύονται

πριν τους αγγίξεις.


Δεν ακολουθεί μονοπάτια.

Είναι το χώμα που τα ξεθωριάζει,

η ανάσα που κυλά μέσα από σχισμές,

εκεί που το νόημα καταρρέει

για να γίνει ελευθερία.


Αόρατη,

κι όμως πυκνή σαν αλήθεια.

Απορροφά το βλέμμα,

σπάζει το χρόνο,

γίνεται αυτό που πάντα κρυβόταν:

η σιωπή που υπάρχει μόνο

για να ελευθερώνει.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Άχρονο Πορτραίτο


Γλιστρά σαν σκιά από αίμα και φως,

τα μάτια της καθρέφτες που λυγίζουν το χρόνο,

μέσα τους ασημένια φαντάσματα χορεύουν,

σαν καπνός που δεν σβήνει.


Γραμμές που κυλούν στο δέρμα της,

σαν μυστικά γραμμένα σε πάπυρο,

ανείπωτα, αιώνια, φευγαλέα.

Μια γεύση από θάνατο,

μια υπόσχεση ζωής που δεν ξεθωριάζει.


Ξεδιπλώνεται σε δωμάτια σιωπηλά,

η σάρκα της μαρμάρινη, το βλέμμα της ακίνητο·

ένα κέντημα που κραυγάζει το άχρονο.


Εκεί, στον τοίχο, στέκει

ένας πίνακας που ποτέ δε θα γεράσει.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Carpe Noctem


Carpe noctem,

είχε διαβάσει,

«άδραξε τη νύχτα».

Γέλασε πικρά,

μια σκιά που ξεγλιστρούσε απ’ το φως.


Η νύχτα τη φόβιζε.

Ήταν ψυχρή,

γεμάτη σιωπές που θρυμματίζονταν

σαν γυαλί κάτω από τα βήματα.

Δεν είχε δικό της σώμα,

μονάχα καθρέφτιζε

εκείνα που έκρυβε το φως.


Κι όμως,

νύχτα με τη νύχτα,

άφησε το φως να ξεθωριάσει.

Το σκοτάδι άρχισε να ψιθυρίζει.

Έλεγε ιστορίες.

Μιλούσε σε μια γλώσσα

που μόνο εκείνη μπορούσε να καταλάβει.


Την ερωτεύτηκε.

Όχι όπως αγαπάς κάτι όμορφο,

αλλά όπως αγαπάς κάτι που σε καταβροχθίζει.


Έγινε η νύχτα.

Το δέρμα της μύριζε φεγγαρόφως,

τα μάτια της ήταν γεμάτα ουρανό

που δεν έδειχνε άστρα

αλλά χαμένες διαδρομές.


Οι σκιές δεν την ακολουθούσαν πια.

Ήταν η ίδια η σκιά.


Carpe noctem,

είχε διαβάσει.


Κι ύστερα χάθηκε,

σαν ψίθυρος που δεν αντέχει το φως.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Η Σιωπή του Απείρου


Φεύγει,

σαν σκιά που δεν έχει όνομα,

χάνοντας τη μορφή της

σε κάθε αδιόρατη στροφή.


Κανείς δεν ξέρει αν έφυγε

ή αν πάντα ήταν εδώ,

σε μια στιγμή που δεν αγγίζει το χρόνο.


Τα ίχνη της σβήνουν

προτού ολοκληρωθούν,

μια ανάσα που ποτέ δεν κρατάει.


Δεν υποσχέθηκε το πάντα,

ούτε καν το αύριο.


Κι όμως,

η απουσία της είναι πληρότητα,

γιατί ποτέ δεν ζήτησε να μείνει.


Σε κάθε κίνηση,

μια υπόσχεση χωρίς λόγια,

να φεύγει χωρίς να φεύγει,

να υπάρχει χωρίς να είναι.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Η Παρουσία Της


Μαύρα μαλλιά,

νήματα νύχτας,

ανακατεύουν το φως.


Βλέμμα βαρύ,

σαν τη σιωπή του σύμπαντος,

σκορπίζει ερωτήματα.


Βήμα αόρατο,

γλιστρά μες στις σκιές,

σαν ψίθυρος αρχαίος.


Δεν υπάρχει όνομα,

μόνο η παρουσία της,

σαν ράγισμα στο σκοτάδι.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Πάντα Σου Ανήκε

Κορίτσι με μαλλιά σαν καταρράκτες, μην μετράς τις παύσεις ενός ξένου ρολογιού. Οι δείκτες είναι γυάλινα φίδια, δεν αξίζει να ταΐζεις το δηλ...