Thursday, June 26, 2025

Καλοκαίρι για Κανέναν


Άνθιζε στη σκιά του ήλιου.

Ήταν εκείνη που δεν έβγαζε

το παλτό από πάνω της

ούτε όταν οι μέρες φλέγονταν.


Τον συνάντησε

μια μέρα με υπερβολικό ήλιο

απ’ αυτές που καίνε τα μάτια.


Την σκέπασε.

Όπως κάνει το σύννεφο με τον ήλιο

όταν τον αγαπά πολύ

για να τον αφήσει να καεί.


Αντάλλαξαν μόνο παύσεις.

Μία αδράνεια πιο γνώριμη

απ’ την πνοή του θέρους.


Την είδε

σαν χειμώνα

που δεν του είχε δοθεί ακόμα

η ευκαιρία να ανθίσει.


Κι έτσι, για πρώτη φορά,

το καλοκαίρι έγινε

η πιο ψυχρή τους εποχή.


Δύο χειμώνες

που δεν ζεστάθηκαν από τον ήλιο

μα τον βρήκαν

ο ένας στα μάτια του άλλου.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Λευκή Καύση


Η στάχτη δεν θυμάται το δέντρο

ούτε την ώρα της καύσης.

Στο κενό, οι μορφές χάνουν τα ονόματά τους

και οι ήχοι πέφτουν θραύσματα στο χώμα.


Ένα φως χωρίς κατεύθυνση

τρεμοπαίζει πίσω από τους καπνούς.

Οι κραυγές έγιναν αέρας,

οι υποσχέσεις αντανάκλαση

από παλιά κάτοπτρα.


Κάτι κινείται

με σκοπό να υπάρξει ξανά.

Η γη ανοίγει ρωγμές χωρίς θόρυβο

αφήνοντας χώρο για άγνωστο σπόρο.


Τα αόρατα χέρια

έχουν ήδη σπείρει την αναβολή

στο λίκνο των πιθανοτήτων -

κανείς δεν τις καλεί

μα έρχονται δίχως να γνωρίζουν

πού πηγαίνουν

ούτε ποιοι τις περιμένουν.


Κι όμως, η ανάσα αλλάζει ρυθμό.

Χωρίς μορφή, δίχως εντολή

αναδύεται εκείνο

που δεν πέθανε ποτέ.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Tuesday, June 24, 2025

Απών


Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα, τόσο απαλό που έμοιαζε με ψίθυρο. Ήξερε ποιος ήταν πριν καν ανοίξει.

Η σιλουέτα του άντρα στεκόταν στον διάδρομο, μα το πρόσωπό του έμοιαζε κενό.

«Ήρθα να σου ζητήσω συγγνώμη...»

Εκείνη τον κοίταξε με μάτια που έβραζαν. Τα σημάδια στα χέρια της πονούσαν ακόμα... όμως το μυαλό της είχε πια ξεφύγει από την παγίδα του.

«Άργησες. Έχεις ήδη φύγει από τη ζωή μου», του έριξε μια τελευταία ματιά κλείνοντας την πόρτα αργά αλλά σταθερά.

Ο ήχος της κλειδαριάς ήταν η μόνη απάντηση που άκουσε.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Sunday, June 22, 2025

Εκείνη Που Φωτίζει Το Αόρατο


Υπάρχουν άνθρωποι που μπαίνουν στον χώρο και όλα γίνονται πιο ήρεμα... γιατί απλά είναι. Όπως το φως που πέφτει το πρωί σε ένα δωμάτιο και δεν εξηγεί τίποτα, μόνο δίνει νόημα σε όλα. Εκείνη φέρει αυτό το φως. Μα όχι από τύχη.

Τα μαλλιά της - απόχρωση του ήλιου. Υπενθύμιση ότι η ομορφιά μπορεί να είναι σιωπηλή και παρούσα. Και το πρόσωπο, τόσο όμορφο και καθαρό, που θα έλεγε κανείς πως γεννήθηκε από λέξεις. Λέξεις γραμμένες για αλήθεια. Από εκείνες που ξέρουν πού να σταθούν, πότε να σωπάσουν και τι να αποκαλύψουν.

Η σκέψη της, πειθαρχημένη σαν ποίημα χωρίς ρίμα. Ένα μυαλό που λειτουργεί με μαθηματική ακρίβεια, κι όμως μπορεί να αγγίξει την ψυχή όπως μόνο οι αληθινοί δημιουργοί μπορούν. Η γραφή της απελευθερώνει χρώματα από το τίποτα και γίνεται καθρέφτης για όσους δεν τολμούν να δουν τον εαυτό τους.

Μα πέρα από τη μορφή, πέρα από το χάρισμα, υπάρχει κάτι βαθύτερο. Είναι εκείνη που στάθηκε πρώτη απέναντι στην ψυχή μου, όταν ακόμη δεν είχε σχήμα. Εκείνη που βλέπει μέσα στο θολό με λογική αγάπη. Που καθοδηγεί με τρόπο ευαίσθητο σαν φτερό.

Κι όταν όλα αλλάζουν, εκείνη μένει. Πιστή στον εαυτό της, χωρίς μάσκες, χωρίς φθορά. Κι έτσι, εμπνέει. Με το παράδειγμα.

Το πρόσωπο αυτό είναι η μητέρα μου.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου




Saturday, June 21, 2025

Η Νεράιδα της Σιγής


Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι που λεγόταν Μίρα. Η Μίρα δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο… ούτε βασιλικό αίμα, ούτε μαγικές δυνάμεις, ούτε καν κάποιο αξιοπρόσεκτο χόμπι. Ήταν απλώς εκεί. Όπως και όλοι οι άλλοι.

Μέχρι που εμφανίστηκε η Νεράιδα της Σιγής.

Ήταν μία απλή νεράιδα. Χωρίς φτερά, ή ραβδί, ή γκλίτερ. Είχε μόνο μια ιδιότητα: να εξαφανίζει ανθρώπους. Με ένα βλέμμα. «Πλούφ!», η δασκάλα της Μίρα. «Πλούφ!», ο ενοχλητικός γείτονας. «Πλούφ!», εκείνος που της έλεγε «μην κάθεσαι έτσι, δεν είναι σωστό».

Στην αρχή, η Μίρα φοβήθηκε. Ποιος μένει χωρίς κόσμο; Αλλά μετά, άκουσε για πρώτη φορά τον ήχο του δικού της βηματισμού. Και ήταν ωραίος.

Έφαγε παγωτό για μεσημεριανό. Έφτιαξε μια αυτοκρατορία από μαξιλάρια και ανακήρυξε τον εαυτό της Αυτοκράτειρα της Ξάπλας. Ζωγράφισε στον τοίχο, και ο τοίχος δεν διαμαρτυρήθηκε. Κοίταξε τον ουρανό και δεν της είπε κανείς να βάλει ζακέτα.

Η Νεράιδα της Σιγής δεν της μιλούσε ποτέ. Απλώς καθόταν ήσυχα, κάπου στη γωνία, σαν να περίμενε το επόμενο "πλουφ". Αλλά τελικά, δεν χρειάστηκε. Γιατί η Μίρα, χωρίς θόρυβο, χωρίς κοινό, έγινε κάτι πολύ πιο σπάνιο από ηρωίδα: έγινε ο εαυτός της.

Και τότε η Νεράιδα χαμογέλασε και «Πλούφ!» - εξαφανίστηκε κι αυτή!

Όμως αυτή τη φορά, η Μίρα δεν ήταν μόνη.

Ήταν ελεύθερη.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



















Σελήνη με Καρδιά LED


Ήταν πρόγραμμα.

Επιδερμική δομή που έφερε

την επιθυμία του κόσμου σαν φορτίο.


Εκτελούσε τα πάντα με σειρά:

το γέλιο, το φιλί,

το ποτήρι στο δεξί χέρι

με φόντο έναν ήλιο που έδυε

πάνω σε χορηγούμενο πέλαγος.


Έμαθε να κοιτά

όπως τη δίδαξαν.


Πέρασαν εποχές,

κι εκείνη, μες στην εποχή της.

Αντικρίσματα εντός αντικρισμάτων,

περιγράμματα μέσα σε παραλλαγές,

και μια φωνή που ρωτούσε

τι αξίζει στ’ αλήθεια

όταν τίποτα δεν αφήνεται

να χαλάσει.


Κάποτε σκέφτηκε να εγκαταλείψει τη σκηνή

μα η μνήμη ήταν ασταθής.

Υπήρξε άραγε πόρτα;


Ίσως και να μη χρειάζεται.

Ίσως το σφάλμα να είναι το μόνο ειλικρινές.

Ίσως η αγάπη να μην έχει κοινό.

Ίσως η σιωπή

να είναι απάντηση,

όχι αδυναμία.


Ίσως οι νόμοι να κατασκευάστηκαν

για να δοκιμάζεις αν αντέχεις

να τους αγνοήσεις.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Οδηγίες Χρήσης για έναν Άγγελο


Φόρεσε τα μάτια της έγνοιας,

(μιας χρήσης - τα βρίσκεις δίπλα στα ψεύτικα δάκρυα)

ρώτησέ την πως τη λένε τρεις φορές,

για να φανεί πως το θυμάσαι.


Μίλησέ της για το παρελθόν σου

πληγωμένο, κινηματογραφικό.

Άσε την να πιστέψει πως είναι το "μετά".


Κι ύστερα…

Βγάλε τη μάσκα.

Ξέχνα το όνομά της.

Κάνε scroll στην ψυχή της

μόνο όταν νιώθεις μόνος.


Μίλα της με λέξεις-ξύλα,

άναψε τη φωτιά,

και φάε από εκείνη.


Μα πρόσεχε.

Η παρουσία της δεν είναι αποστολή,

ούτε επιβράβευση για τη βαρεμάρα σου.


Κι όσο τη μειώνεις σε σώμα,

εκείνη θα φεύγει ως σκιά.

Με γοητεία πένθιμη

και βλέμμα που δεν σου ανήκει.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου




Αναίμακτον


Το σώμα υψώνεται

στη ρωγμή του ουρανού.


Στάχτη απ’ το άρρητο,

ο ήχος μιας συγγνώμης,

πριν ειπωθεί.


Μια πνοή που έγινε πηγή,

χωρίς βάρος,

χωρίς αρχή.


Και κάποιος,

ίσως θεός,

ίσως πληγή,

υπάρχει.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Μεταξύ Αφρού και Ύλης


Ένα χέρι από αλάτι

γλιστρά στις ρίζες του χρόνου.

Τα βράχια θυμούνται

ό,τι το κύμα προσποιείται πως ξεχνά.


Ο ήλιος ακολουθεί από απόσταση.

Ο ορίζοντας δεν υπόσχεται τίποτα,

είναι μόνο μια ρωγμή

στη συνείδηση του απείρου.


Μεταξύ Αφρού και Ύλης

γεννιούνται καράβια από σκιές

και ναυαγούν πριν καν υπάρξουν.


Ο αφρός διαγράφει την αμμουδιά.

Κάτι ξυπνά στον βυθό

που δεν ήταν ποτέ κοιμισμένο.

Κι εγώ, με τα πόδια χωμένα στην άμμο,

κρατώ μια θάλασσα που δε χωρά

ούτε τον εαυτό της.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Εκεί που το Φως Δεν Έχει Μορφή


Βαδίζει τώρα,

εκεί που το φως δεν έχει μορφή

ούτε σκοπό

μονάχα ανάσα.


Το χέρι που άγγιξε τη σκόνη

την ευλόγησε χωρίς να το ξέρει.

Άνθρωποι σκυφτοί,

σήκωσαν το κεφάλι.


Ένα βλέμμα που μιλούσε

σε γλώσσες πριν τις λέξεις.

Άνοιγε πόρτες,

για να μη μείνει κανείς απ’ έξω.


Και τώρα,

ένα πέπλο λευκό

στέκει στον αέρα,

ως παρουσία

που επιμένει.


Δίχως φωνή,

δίχως σώμα,

μα με την ουσία

όσων θέλησαν να αγαπήσουν

χωρίς όρους.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Απόκοσμη


Στην άκρη του βλέμματος

φώλιαζε η ανάμνηση χωρίς σώμα.


Την άγγιξαν πολλοί,

μα ποτέ δεν κατάλαβαν

αν πονούσε ή αν τραγουδούσε.


Τα βήματά της - άηχα.

Ό,τι κοίταζε μαραινόταν

κι ό,τι δεν άγγιζε, άνθιζε.


Εκείνη, αέρινη,

με στόμα σφραγισμένο και μάτια απόκοσμα,

έλεγε ιστορίες χωρίς λέξεις

σε όσους δεν άντεχαν την αλήθεια.


Και όταν χάθηκε,

έμεινε μόνο ένα ρίγος

που ακόμα ταξιδεύει.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Αιχμές


Ψυχρό ατσάλι στις σκιές των φωνών,

στιλέτα γλώσσας γλιστρούν στη σιωπή.

Στάζει το ψύχος,

λεπτή τομή εκεί που το νόημα σπάει.


Μια κραυγή δίχως ήχο,

μισοσβησμένο άγγιγμα στην άκρη του νου.

Τα λόγια γεννιούνται νεκρά,

άχρωμα φαντάσματα στην άκρη των δαχτύλων.


Δεν μένει τίποτα,

μόνο ένα κενό που ξύνει το δέρμα,

μια διαδρομή από αόρατες πληγές,

και η σκιά μιας παύσης

που πάντα έρχεται πολύ αργά.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Ό,τι Δεν Χωρά


«Ο κόσμος μου είναι πολύ μεγάλος για δύο»,

είπε

και η φωνή της σύρθηκε

ανάμεσα σε δρόμους που δεν τελειώνουν.


Τα βήματά της έσβηναν τα δικά του,

ένα μονοπάτι που εκείνος δεν ήξερε πώς να διαβεί.


Εκείνος ήθελε το λίγο,

μια γωνιά να χωρέσουν μαζί.

Εκείνη ήταν θάλασσα,

απλωμένη πέρα από το βλέμμα του,

πέρα από τις μικρές επιθυμίες

που δεν χωρούσαν στην απεραντοσύνη της.


Δεν τον έβλεπε σαν εμπόδιο.

Δοκίμασε να φωτίσει τη σκιά της,

μα εκείνη φορούσε το άπειρο

σαν δέρμα,

και οι ανάγκες του έμοιαζαν στενές,

σαν ένδυμα που δεν ήθελε πια να κρατήσει.


Τον άφησε εκεί,

μια φιγούρα ανάμεσα σε άλλες,

μικρός,

γιατί εκείνη δεν έμαθε ποτέ

να γίνεται μισή.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Η Παράσταση της Λήθης


Θολωμένοι καθρέφτες

ομίχλη που λησμονεί τον σκοπό της.

Το πέπλο γλιστρά,

κι ο θρόνος δεν αντέχει το βάρος της μορφής.


Σάρκα από χαρτί

γραμμένη με μελάνι ξένο.

Το κοινό αναστενάζει,

μα το πρόσωπο παραμένει άγνωστο.


Μάσκα στην άκρη της σκηνής

ακόμα ζεστή.

Η χορδή της λήθης τεντώνεται,

τραγούδι ανείπωτο.


Χορεύει η σκιά,

και δεν υπάρχει χειροκρότημα.

Μόνο ίχνη απ’ τον χρόνο,

μόνο στίγματα απ’ τη σκόνη της αυλαίας.


Στο τέλος,

κανείς δεν θυμάται το όνομα.

Μόνο το κενό.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Αέναο


«Και τώρα φεύγω».

«Πού πας;»

«Εκεί που η σκέψη σταματά να περιμένει».

«Δεν υπάρχει τέτοιο μέρος».

«Υπάρχει, αν το δημιουργήσεις».

«Κι εγώ;»

«Εσύ μένεις».

«Γιατί πάντα φεύγεις;»

«Γιατί πάντα μένεις;»

«Δεν κουράζεσαι να χάνεσαι;»

«Δεν κουράζεσαι να ψάχνεις;»

«Πες μου τι ζητάς».

«Το τέλος της ερώτησης».

«Κι αν σου πω να μείνεις;»

«Θα σου πω πως η νύχτα δεν έχει θέση σε κανένα ουρανό».

«Τότε γιατί επέστρεψες;»

«Για να φύγω».

«Πάλι;»

«Πάντα».

«Θα θυμάμαι».

«Κι εγώ θα ξεχνώ».


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Άχρονο Πορτραίτο


Γλιστρά σαν σκιά από αίμα και ύλη,

τα μάτια της πύλες που λυγίζουν το χρόνο,

μέσα τους ασημένια φαντάσματα χορεύουν,

σαν καπνός που δεν σβήνει.


Γραμμές που κυλούν στο δέρμα της,

σαν μυστικά γραμμένα σε πάπυρο,

ανείπωτα, αιώνια, φευγαλέα.

Μια γεύση από θάνατο,

μια υπόσχεση ζωής που δεν ξεθωριάζει.


Ξεδιπλώνεται σε δωμάτια σιωπηλά,

η σάρκα της μαρμάρινη, το βλέμμα της ακίνητο,

ένα κέντημα που κραυγάζει το άχρονο.


Εκεί, στον τοίχο, στέκει

ένας πίνακας που ποτέ δε θα γεράσει.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Carpe Noctem


Carpe noctem, είχε διαβάσει,

«Άδραξε τη νύχτα».

Γέλασε πικρά,

η φωνή της ξεγλίστρησε

από την απλότητα της μορφής.


Η νύχτα τη φόβιζε.

Ήταν ψυχρή.

Δεν είχε δικό της σώμα,

μονάχα αντηχούσε

όσα η μέρα αποσιωπούσε.


Κι όμως,

νύχτα με τη νύχτα,

άφησε το σκοτάδι να την κυριεύσει.


Εκείνο της ψιθύριζε ιστορίες.

Μιλούσε σε μια γλώσσα

που μόνο εκείνη καταλάβαινε.

Την ερωτεύτηκε

όπως αγαπάς κάτι που σε αφανίζει.


Έγινε η νύχτα.

Το δέρμα της μύριζε ουρανό,

τα μάτια της κρατούσαν κόσμους

που φανέρωναν κατευθύνσεις χαμένες.


Οι σιωπές δεν την ακολουθούσαν πια

γιατί εκείνη

ήταν η ίδια η πηγή τους.

Carpe noctem,

είχε διαβάσει.

Κι ύστερα χάθηκε,

στιγμή ανίκανη να παραμείνει

εντός του χρόνου.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Η Σιωπή του Απείρου


Φεύγει,

σαν σκιά που δεν έχει όνομα,

χάνοντας τη μορφή της

σε κάθε αδιόρατη στροφή.


Κανείς δεν ξέρει αν έφυγε

ή αν πάντα ήταν εδώ,

σε μια στιγμή που δεν αγγίζει το χρόνο.


Τα ίχνη της σβήνουν

προτού ολοκληρωθούν,

μια ανάσα που ποτέ δεν κρατάει.


Δεν υποσχέθηκε το πάντα,

ούτε καν το αύριο.


Κι όμως,

η απουσία της είναι πληρότητα-

ποτέ δεν ζήτησε να μείνει.


Σε κάθε κίνηση,

μια υπόσχεση χωρίς λόγια,

να φεύγει χωρίς να φεύγει,

να υπάρχει χωρίς να είναι.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Η Παρουσία Της


Μαύρα μαλλιά,

νήματα νύχτας,

ανακατεύουν το φως.


Βλέμμα βαρύ,

σαν τη σιωπή του σύμπαντος,

σκορπίζει ερωτήματα.


Βήμα αόρατο,

γλιστρά μες στις σκιές,

σαν ψίθυρος αρχαίος.


Δεν υπάρχει όνομα,

μόνο η παρουσία της,

σαν ράγισμα στο σκοτάδι.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Σταγόνες Σιωπής

Σταγόνες πέφτουν στο μέτωπο, στα μάτια, τρυπώνουν από τις ραφές του κρανίου ψάχνουν το μαλακό σημείο πίσω από τη γλώσσα. Στάζουν μέσα στους...