Άνθιζε στη σκιά του ήλιου.
Ήταν εκείνη που δεν έβγαζε
το παλτό από πάνω της
ούτε όταν οι μέρες φλέγονταν.
Τον συνάντησε
μια μέρα με υπερβολικό ήλιο
απ’ αυτές που καίνε τα μάτια.
Την σκέπασε.
Όπως κάνει το σύννεφο με τον ήλιο
όταν τον αγαπά πολύ
για να τον αφήσει να καεί.
Αντάλλαξαν μόνο παύσεις.
Μία αδράνεια πιο γνώριμη
απ’ την πνοή του θέρους.
Την είδε
σαν χειμώνα
που δεν του είχε δοθεί ακόμα
η ευκαιρία να ανθίσει.
Κι έτσι, για πρώτη φορά,
το καλοκαίρι έγινε
η πιο ψυχρή τους εποχή.
Δύο χειμώνες
που δεν ζεστάθηκαν από τον ήλιο
μα τον βρήκαν
ο ένας στα μάτια του άλλου.
Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου
