Στην άκρη του βλέμματος
φώλιαζε η ανάμνηση χωρίς σώμα.
Την άγγιξαν πολλοί,
μα ποτέ δεν κατάλαβαν
αν πονούσε ή αν τραγουδούσε.
Τα βήματά της - άηχα.
Ό,τι κοίταζε μαραινόταν
κι ό,τι δεν άγγιζε, άνθιζε.
Δεν την κατηγόρησε κανείς,
μόνο τη φοβήθηκαν
για όσα άφηνε πίσω.
Εκείνη, αέρινη,
με στόμα σφραγισμένο και μάτια απόκοσμα,
έλεγε ιστορίες χωρίς λέξεις
σε όσους δεν άντεχαν την αλήθεια.
Και όταν χάθηκε,
ούτε σκοτάδι ούτε φως,
μόνο ένα ρίγος
που ακόμα ταξιδεύει.
Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου