είχε διαβάσει,
«άδραξε τη νύχτα».
Γέλασε πικρά,
μια σκιά που ξεγλιστρούσε απ’ το φως.
Η νύχτα τη φόβιζε.
Ήταν ψυχρή,
γεμάτη σιωπές που θρυμματίζονταν
σαν γυαλί κάτω από τα βήματα.
Δεν είχε δικό της σώμα,
μονάχα καθρέφτιζε
εκείνα που έκρυβε το φως.
Κι όμως,
νύχτα με τη νύχτα,
άφησε το φως να ξεθωριάσει.
Το σκοτάδι άρχισε να ψιθυρίζει.
Έλεγε ιστορίες.
Μιλούσε σε μια γλώσσα
που μόνο εκείνη μπορούσε να καταλάβει.
Την ερωτεύτηκε.
Όχι όπως αγαπάς κάτι όμορφο,
αλλά όπως αγαπάς κάτι που σε καταβροχθίζει.
Έγινε η νύχτα.
Το δέρμα της μύριζε φεγγαρόφως,
τα μάτια της ήταν γεμάτα ουρανό
που δεν έδειχνε άστρα
αλλά χαμένες διαδρομές.
Οι σκιές δεν την ακολουθούσαν πια.
Ήταν η ίδια η σκιά.
Carpe noctem,
είχε διαβάσει.
Κι ύστερα χάθηκε,
σαν ψίθυρος που δεν αντέχει το φως.
Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου