Ένα χέρι από αλάτι
γλιστρά στις ρίζες του χρόνου.
Τα βράχια θυμούνται
ό,τι το κύμα προσποιείται πως ξεχνά.
Ο ήλιος δεν φωτίζει,
ακολουθεί από απόσταση.
Ο ορίζοντας δεν υπόσχεται τίποτα,
είναι μόνο μια ρωγμή
στη συνείδηση του απείρου.
Μεταξύ Αφρού και Ύλης
γεννιούνται καράβια από σκιές
και ναυαγούν πριν καν υπάρξουν.
Ο αφρός δεν αγγίζει την αμμουδιά,
μόνο τη διαγράφει.
Κάτι ξυπνά στον βυθό
που δεν ήταν ποτέ κοιμισμένο.
Κι εγώ, με τα πόδια χωμένα στην άμμο,
κρατώ μια θάλασσα που δε χωρά
ούτε τον εαυτό της.
Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου