Βαδίζει τώρα,
εκεί που το φως δεν έχει μορφή
ούτε σκοπό
μονάχα ανάσα.
Το χέρι που άγγιξε τη σκόνη
την ευλόγησε χωρίς να το ξέρει.
Άνθρωποι σκυφτοί,
σήκωσαν το κεφάλι.
Σιωπή,
όχι από φόβο
μα από κατανόηση.
Ένα βλέμμα που μιλούσε
σε γλώσσες πριν τις λέξεις.
Άνοιγε πόρτες,
όχι για να περάσει,
αλλά για να μη μείνει κανείς απ’ έξω.
Και τώρα,
ένα πέπλο λευκό
στέκει στον αέρα.
Όχι ως μνήμη,
αλλά ως παρουσία
που επιμένει.
Δίχως φωνή,
δίχως σώμα,
μα με την ουσία
όσων θέλησαν να αγαπήσουν
χωρίς όρους.