Saturday, June 21, 2025

Mr Blink


Το βρήκα ένα πρωί στο σαλόνι. Ένα παλιό desktop, από εκείνα με το βαρύ κουτί, τη χοντρή οθόνη και το ξεθωριασμένο πληκτρολόγιο που κάνει τακ-τακ με κενό ήχο. Κανείς δεν είπε ποιος το άφησε εκεί.

Όταν το σύνδεσα στο ρεύμα, άνοιξε μόνο του. Δεν είχε εικονίδια, ούτε φακέλους. Μόνο ένα αρχείο στο κέντρο της οθόνης: Mr Blink.exe

Το εκκίνησα.

Ήταν παιχνίδι. Σαν εκείνα τα παλιά, με κάτοψη από ψηλά και κακής ποιότητας γραφικά. Το σπίτι ήταν χρωματιστό, γεμάτο με πολύχρωμα pixels, το κάθε ένα μεταφρασμένο σε ένα αντικείμενο: γλάστρες, βάζα, βαριά έπιπλα και όμορφοι διάδρομοι διακοσμημένοι με κάδρα. Και μέσα σ’ αυτούς κινούταν ένα πλάσμα.

Δεν ήταν άνθρωπος. Ένα πλάσμα με δέρμα γκρίζο σαν στάχτη, φαλακρό κεφάλι, και δύο βαθιές, μαύρες κοιλότητες στη θέση των ματιών. Φορούσε μια μαύρη κάπα που δεν κρεμόταν, αλλά αιωρούταν πίσω του, σαν να ήταν βυθισμένος μέσα στο νερό.

Δεν περπατούσε. Γλιστρούσε. Σαν glitch. Σαν να αγνοούσε εντελώς τον χρόνο.

Οι κανόνες ήταν απλοί: κάθε δωμάτιο είχε μια «παγίδα», συνδεδεμένη με τον συναγερμό του σπιτιού. Αν η παγίδα ενεργοποιούνταν, έπρεπε να τη σβήσεις πριν μπει μέσα ο Mr Blink. Δεν υπήρχε επιλογή pause. Αν έκανες λάθος, κάτι ανεπανόρθωτο συνέβαινε - αλλά το παιχνίδι δεν έλεγε τι.

Φυσικά, δεν έλεγε τι θα γινόταν εάν θα κέρδιζες. Η νίκη ήταν αρκετή. Εξάλλου, για να κερδίσει δεν παίζει κάποιος;

Προχωρούσα επίπεδο με επίπεδο. Και κάθε φορά που σώπαιναν οι συναγερμοί, η σιωπή ήταν χειρότερη μέχρι να ενεργοποιηθεί ο επόμενος. Σαν κάτι να με περίμενε να κάνω το λάθος.

Στο τελικό επίπεδο, το κουμπί “end” φώτισε. Αλλά δεν το πάτησα. Δεν ήξερα γιατί. Ένα ένστικτο μού ούρλιαζε πως αν το τερμάτιζα, θα ήταν η σειρά του να παίξει.

Έβγαλα βίαια την πρίζα.
Η οθόνη έσβησε.

Μα όταν σήκωσα το desktop για να το πετάξω, άκουσα φωνές από μέσα.
Παιδικές. Κλαμένες. Πνιγμένες.
«Θέλω να βγω…»
«Πότε θα βγω;»
«Γιατί με άφησες…;»
«Ήμουν τόσο κοντά…»

Η φωνή τραύλιζε. Τρεμόπαιζε στις λέξεις.
Δεν ένιωσα λύπη. Ούτε φόβο. Μόνο μια ανατριχιαστική… βεβαιότητα.

Βγήκα τρέχοντας απ’ το σπίτι. Πέταξα την οθόνη στον κάδο, σαν να έκαιγε.
Τότε, οι φωνές σταμάτησαν. Για τρία δευτερόλεπτα.

Και μετά, άρχισε ο ψίθυρος.
Όχι φωνές, φωνή. Μια.
Βραχνή. Δαιμονική. Παραμορφωμένη.
Μιλούσε συνεχόμενα σε μια άγνωστη γλώσσα.

Κι ο αέρας ράγισε. Σαν να μια χαραμάδα που βρισκόταν πίσω απ’ τον κόσμο να προσπαθούσε να ανοίξει.

Γύρισα σπίτι και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Δεν ξαναμίλησα γι’ αυτό.
Μέχρι τώρα.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου





Πάντα Σου Ανήκε

Κορίτσι με μαλλιά σαν καταρράκτες, μην μετράς τις παύσεις ενός ξένου ρολογιού. Οι δείκτες είναι γυάλινα φίδια, δεν αξίζει να ταΐζεις το δηλ...