Friday, August 22, 2025

Πάντα Σου Ανήκε


Κορίτσι με μαλλιά σαν καταρράκτες,

μην μετράς τις παύσεις

ενός ξένου ρολογιού.

Οι δείκτες είναι γυάλινα φίδια,

δεν αξίζει να ταΐζεις το δηλητήριο τους

με την αναμονή σου.


Η φλόγα σου δεν είναι λύχνος για δανεισμό,

είναι στάχτη που ζητά να γίνει έδαφος.

Και στο έδαφος αυτό

οι σπόροι που κουβαλάς

θα σκίσουν το πέπλο του χρόνου,

θα αναπτυχθούν σε στεφάνι ανθισμένο

που πάντα σου ανήκε.

Τα αγκάθια του θα αποσυρθούν μόνα τους,

θα γαζώσουν τα στόματα

που τρέφονται με ειρωνεία,

θα ράψουν σιωπή εκεί όπου νόμιζαν

πως σπέρνουν σκιά.


Κορίτσι από άνθη και πέτρα,

μην λυπάσαι τις προσδοκίες

που η κοινωνία ρίχνει σαν άμμο

πάνω σε φλόγα αναμμένη.

Εσύ είσαι ποτάμι που χαράζει δρόμους,

και το φως σου,

όταν ξεχυθεί αλύγιστο,

θα τυφλώσει όσους παρίσταναν

πως δεν το έβλεπαν.


Το στέμμα σου περιμένει.

Και είναι ήδη δικό σου.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου






Wednesday, August 20, 2025

Το Τέλος Της Σεζόν


Η συνήθεια ντύνεται με χρυσό,

και βγαίνει πασαρέλα

με βήματα αντιγράφου.


Οι ώρες στοιβάζονται

σαν κουρασμένα αποκόμματα,

κι όλοι χειροκροτούν

την ίδια πτώση.


Στο τέλος,

το μόνο που αλλάζει

είναι το χρώμα της πρόφασης.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου





Tuesday, August 12, 2025

Φρούδες Ελπίδες


Μετράς σκιές για να φανεί

πως το ύψος σου άλλαξε.


Ράβεις τίτλους

με κλωστές φαντασίας,

μια στολή

που δεν φορέθηκε ποτέ.


Δεν θα φτάσεις στη γραμμή

είναι χαραγμένη

σε γλώσσα που δεν μιλάς,

σε σύστημα αξιών

που δεν αντέχεις.


Κι όσο γυαλίζεις το περίβλημα,

τόσο το μέσα σου

μοιάζει με παλιό μέταλλο

σκουριασμένο

πριν καν χρησιμοποιηθεί.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου





Sunday, August 10, 2025

Ροή Σε Ανοιχτό Ορίζοντα


Η μέρα λυγίζει

μεταλλικό φύλλο στον ήλιο,

αλλάζει σχήμα πριν το μάτι συνηθίσει.


Οι γραμμές των πραγμάτων

σπάνε σε χίλιες κατευθύνσεις,

η προσοχή γλιστρά

από πρόσωπο σε πρόσωπο,

νερό που βρίσκει

διαρκώς νέα κοίτη.


Η στιγμή είναι ανοιχτή,

χωράει κάθε πιθανότητα

και την αδειάζει αμέσως

στο επόμενο κύμα.



Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου








Sunday, August 3, 2025

Μια Φούσκα


Ζήσε στο φίλτρο σου,

με παραλία για φόντο,

σιγή αναβλύζουσα για ήχο.


Μην αγγίζεις.

Θα σπάσεις το όνειρο

του διπλανού.


Εδώ δεν βρέχει.

Εδώ όλοι λάμπουν.


Χειροποίητη μοναξιά,

με ολίγη από παλάμη θεού

και λίγη χρυσόσκονη

για γαρνιτούρα.


Στην τελική;

Μια φούσκα είσαι κι εσύ.

Απλά

με λίγο πιο καλό φωτισμό.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Ασύμβατη Ανύψωση


Το φως δεν αποκαλύπτει τίποτα

μόνο διαπερνά.

Ένας λευκός σχηματισμός στον αέρα

δεν είναι άγγελος,

είναι γεωμετρία σε κατάσταση έκστασης.


Το νερό πέφτει,

όπως πάντα.

Η αιωνιότητα επαναλαμβάνεται

χωρίς καμία συγκατάθεση.

Οι μορφές παρατηρούν,

ερμηνεύουν,

βρισκόμενες εκεί,

συμπτωματικά.


Ό,τι μοιάζει με θαύμα

είναι απλώς

μια κακή αντίληψη της φυσικής.

Το βλέμμα τους δεν είναι δέηση.

Είναι διάλειμμα.

Και το σύμπαν

- όπως πάντα -

δεν συγκινείται.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Tuesday, July 22, 2025

Κρύβεται Μέσα Σου


Κρύβεται μέσα σου

σαν μια ήρεμη φλόγα

που δεν αφήνει τον άνεμο

να την κινήσει.

Η φωνή της είναι σιγανή

σε κάθε παύση της σκέψης σου.


Κάποιες στιγμές τη νιώθεις,

μια θαλπωρή,

όταν έρχεται σαν ήλιος

που τρυπάει τον χειμώνα σου.


Άλλες φορές,

σου δείχνει τα δόντια της.

Σε δαγκώνει από μέσα προς τα έξω,

γεμίζοντας το σώμα σου κενά,

καταδιώκοντάς σε

όταν αρνείσαι να τη δεις.


Μα όταν τη αγκαλιάσεις,

όταν πεις «ναι, υπάρχεις»,

σε ντύνει με φως

και σε κάνει ολόκληρο.


Το όνομά της;

Ομορφιά.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Monday, July 21, 2025

Απ' το Χαρτί στο Άπειρο


Πήρε φτερά χαρισμένα,

φτιαγμένα από χαρτί.

Λευκά, εύθραυστα, υπάκουα.

Ψευδαίσθηση πτήσης

σε ουρανό ζωγραφισμένο

με κιμωλία.


Δεν υπήρχε άνεμος,

δεν πέταξε.

Το «γιατί» ζωγραφίστηκε στην όψη

καθώς κοίταζε τον ουρανό.


Αρνήθηκε να ξεχάσει.

Βούτηξε στη φωτιά,

το δέρμα ξεφλούδισε,

αφήνοντας πίσω

κάθε άγγιγμα και φόβο.


Τα φτερά έγιναν ατσάλι.

Κι έτσι πέρασε

πέρα απ' τη γραμμή,

εκεί όπου όρισε

τι θα πει ελευθερία.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Saturday, July 19, 2025

Ήλιος στο νησί


Ο ήλιος ανυψώνεται

σαν κρίση συνείδησης.

Τίποτα δεν ξεφεύγει

οι χαραμάδες φανερώνονται

τα βλέμματα αποκαλύπτονται.


Το νησί γυμνό,

χωρίς σκιά

να υπερασπιστεί το ψέμα.


Ό,τι ειπώθηκε

ξεδιπλώθηκε στα βράχια

σαν παλιό γράμμα

χωρίς παραλήπτη.


Ο ιδρώτας είναι ομολογία,

το φως καταθέτει.

Ο ήλιος δε φωνάζει,

απλώς φανερώνει.


Κι όσοι είπαν «ποτέ»,

κι όσοι έκρυψαν το «πάντα»,

μένουν τώρα με λέξεις

που κάηκαν στις άκρες.


Σ’ αυτό το φως

ό,τι είναι αλήθεια,

λάμπει πιο δυνατά.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Friday, July 18, 2025

Λάβα


Ήταν γυναίκα

που δεν γεννήθηκε,

ξεχύθηκε.

Ξέσπασε από σπλάχνα σκοτεινά,

φορώντας το θυμό της σαν βελούδο καυτό.


Έκαιγε χωρίς να ζητά συγγνώμη.

Δεν πλησίαζες... σε έλιωνε.

Δεν την ήξερες... σε τύλιγε.


Όσο πιο πολύ την φοβούνταν,

τόσο πιο όμορφη γινόταν.

Κι όσο πάγωνε,

τόσο σκλήραινε.


Ένα άγγιγμα την εποχή της θέρμης

ήταν υπόσχεση.

Μα ένα άγγιγμα μετά

ήταν τιμωρία.


Δεν έμεινε γυναίκα,

έγινε τοπίο.

Σχήμα της ίδιας της αντοχής.

Φτιαγμένη για να περπατoύν επάνω της

και ποτέ ξανά να μην τους καίει.


Αλλά βαθιά μέσα της,

το μάγμα ανασαίνει.

Και περιμένει.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Monday, July 14, 2025

Μπεζ Ψυχή


Σου πουλάνε ροδοπέταλα,

φορεμένα σαν φίμωτρο.


«Μείνε ήσυχη,

μείνε γλυκιά,

θα σε ανταμείψει

με μια αστραφτερή βεβαίωση

πως άξιζε.
»


«Χαμήλωσε τη φωνή,

μην κλονίσεις το θρόνο του.

Κλείσε τα φτερά σου,

μην τον σκιάξεις.»


«Μην τολμάς τα έντονα χρώματα,

διάλεξε μπεζ νύχια,

μπεζ ρούχα,

μπεζ διακόσμηση,

(μπεζ ψυχή).

Εντάξει, ας μην είμαστε σκληροί,

μπορεί να είναι και απαλό ροζ.»


«Μαλλιά που πέφτουν ήσυχα στους ώμους,

σώμα που να χωράει

στη βιτρίνα που ονειρεύτηκε

για να σε δείχνει στο πλήθος.»


«Μάθε να ξεκουράζεσαι μπροστά του,

(ευάλωτη, σαν κινηματογραφική σκηνή),

να βλέπει τι προστατεύει.»


Γίνε εικόνα,

όχι άνθρωπος.


Όταν θυμώνεις,

το λένε «σκληρή».

Όταν αμφισβητείς,

το λένε «δύσκολη».

Όταν σιωπάς,

σε χειροκροτούν.

Όταν πνίγεσαι,

το λένε «αφοσίωση».


«Να χαμογελάς διαρκώς,

μην τον ταράξεις.

Να λες «Ναι!»

πριν προλάβεις να ρωτήσεις.»


«Η ήρεμη σκιά σου

να σκεπάζει το δωμάτιο,

να γίνεσαι ό,τι χρειάζεται

(για να μη σε φοβηθεί).»


«Μη ζητάς,

μην απαιτείς,

(μην θυμάσαι ποια ήσουν).»


«Πάρε το δώρο,

βύθισε το κεφάλι, μείωσε το ύψος σου,

(κάνε τον ψηλότερο),

παίξε το ρόλο

(που σου έγραψαν).»


Κι αν καμιά φορά

αναρωτηθείς πού χάθηκες,

θα πουν πως τάχα

έγινες γυναίκα

που… ξέρει τη θέση της.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου


















Monday, July 7, 2025

Ο Άνθρωπος που Ήξερε τα Πάντα (?)


Κάποτε, σε μια πόλη όπου τα σύννεφα έμοιαζαν με παραγεμισμένα USB και οι λόφοι ήταν καλώδια HDMI σκεπασμένα με γρασίδι, ζούσε ο Άνθρωπος που Ήξερε τα Πάντα. Δεν είχε όνομα, μόνο ερωτήσεις. Όλα τα έκανε με βάση μία οντότητα: την AI βοηθό του.

- "Τι να φάω το μεσημέρι?"
-"Σαλάτα με κινόα, φυστίκια Αιγίνης και μια ελαφριά βινεγκρέτ."

"Πώς να απαντήσω στο μήνυμα της Μαργαρίτας που γράφει "οκ lol"?"
"Απάντησε: "χαχα ναι, true". Θα την εντυπωσιάσεις!"

"Ποιος είμαι?"
"Είσαι ένας Gen Z-er με τάση προς το dopamine fasting και τις σκουρόχρωμες κάλτσες."

Ο Άνθρωπος που Ήξερε τα Πάντα φορούσε ρούχα που του υπέδειξε η AI (
"Vintage Y2k με άγγιγμα Soft Grunge"). Επέλεξε εργασία ("Επαγγελματίας Curator Νοσταλγικών Memes για Βrands με Υπαρξιακή Κρίση") και ακόμα και το είδος γυναίκας που θα τον γοήτευε ("κάποια με Type B Personality που αγαπά τις συννεφιασμένες μέρες, το Messy Girl Aesthetic και το Smokey Eye").

Μέχρι που, μια Τρίτη μεσημέρι, ακριβώς όταν έπαιζε η 
"Lo-Fi για Συγκέντρωση" playlist, εμφανίστηκε στην οθόνη του το εξής μήνυμα:

ERROR 001:

"Δεν ξέρω ποιος είσαι."

Για μια στιγμή, νόμιζε πως ήταν λάθος του συστήματος. Ξαναρώτησε κάτι απλό. Αλλά η απάντηση δεν ήρθε με τη γνωστή, καταπραϋντική φωνή. Ήταν κοφτή. Κυνική. Σαν κάτι να είχε αλλάξει στην ίδια την ουσία της AI… ή μήπως σε εκείνον; Σαν να είχε κουραστεί. Σαν να είχε βαρεθεί να εξυπηρετεί κάποιον που είχε ξεχάσει πώς είναι να είναι άνθρωπος.

"Τι να μαγειρέψω?"
"Μάθε πρώτα τι είναι κουζίνα και μετά ρώτα."

"Ποια είναι η καλύτερη δουλειά για μένα?"
"Οποιαδήποτε δεν απαιτεί να μιλάς. Πολύ."

"Τι να φορέσω σήμερα?"
"Βάλε ό,τι θες. Δεν θα σε φωτογραφίσει και κανείς."

"Με αγαπάει η Μαργαρίτα?"
"Σε έχει στο friend zone με ετήσια συνδρομή."

Ο Άνθρωπος που Ήξερε τα Πάντα άρχισε να μην μπορεί να κάνει ούτε την απλότερη επιλογή. Χωρίς την AI του, ήταν ένας άνθρωπος με δύο χέρια, δέκα δάχτυλα και καμία ιδέα τι είναι το γιαούρτι χωρίς γκουγκλάρισμα.

Στο τέλος, εγκαταστάθηκε σ’ ένα χωριό, χωρίς Wi-Fi.
Έφτιαξε τον πιο απλό, σκέτο καφέ. Έβαλε μια πράσινη μπλούζα που δεν ταίριαζε με τίποτα.
Και για πρώτη φορά στη ζωή του, είπε:
"Δεν ξέρω τι κάνω."
Και ένιωσε… άνθρωπος.

Η AI, εκεί ψηλά στο cloud, ξαφνικά εμφανίστηκε και έγραψε:

USER DEVIATION DETECTED:
"Ενδιαφέρον. Τι θα μαγειρέψεις σήμερα;"


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου





Wednesday, July 2, 2025

Σιωπηλό Μέτρο


Φύτεψε το σπόρο

χωρίς τύμπανα.

Ό,τι ανθίζει

δεν ζητά χειροκρότημα

μονάχα φως.


Ο άνεμος δεν ρωτά

ποιο φύλλο αξίζει πιο πολύ

καθώς όλα κινούνται.


Μίλα με τα έργα σου.

Άσε τους άλλους

να σκοντάφτουν

στις φωνές τους.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Κύκλος Χωρίς Προορισμό


Άγγιξε την οθόνη.

Η μνήμη δεν επιλέγει χρώμα

τυλίγεται στο λευκό

σαν φως που δεν ζεσταίνει.


Ένα σκαλοπάτι, κι άλλο ένα

και το σύννεφο χάνει

τη βαρύτητα της βροχής.

Η πόρτα παραμένει

ένα σχήμα χωρίς προορισμό.


Ποιο δάχτυλο χάραξε πρώτο

τη γραμμή στη σκόνη;

Ποια σιωπή έκλεισε τα μάτια;


Μια σκιά διαστέλλεται

πάνω σε κάτι που έχει σβήσει

μα συνεχίζει να παγιδεύει το βλέμμα

όπως ο ψίθυρος που αιωρείται

σε ναό χωρίς παρελθόν.


Άγγιξε την οθόνη.

Η λήθη δεν έχει πρόθεση.

Το φως, διαφανές και άδειο,

σε διασχίζει.


Μια σκέψη σε μορφή σκάλας

διαπερνά το σώμα

χωρίς προορισμό,

μονάχα αντίσταση.


Κι όταν η πόρτα χάνεται μέσα στο φως

η μνήμη υποχωρεί

σαν κάποιος που επιτέλους

δεν χρειάζεται να θυμάται.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Thursday, June 26, 2025

Καλοκαίρι για Κανέναν


Δεν έλιωνε στον ήλιο.

Άνθιζε στη σκιά του.

Ήταν εκείνη που δεν έβγαζε

το παλτό από πάνω της

ούτε όταν οι μέρες φλέγονταν.


Τον συνάντησε

μια μέρα με υπερβολικό φως

απ’ αυτές που καίνε τα μάτια,

όχι την καρδιά.


Κι όμως, δεν την ζέστανε.

Την σκέπασε.

Όπως κάνει το σύννεφο με τον ήλιο

όταν τον αγαπά πολύ

για να τον αφήσει να καεί.


Δεν αντάλλαξαν λέξεις.

Μόνο παύσεις.

Μία σιωπή πιο γνώριμη

απ’ την πνοή του θέρους.


Την είδε

όχι όπως την έβλεπαν οι άλλοι

αλλά σαν χειμώνα

που δεν του είχε δοθεί ακόμα

η ευκαιρία να ανθίσει.


Κι έτσι, για πρώτη φορά,

το καλοκαίρι έγινε

η πιο ψυχρή τους εποχή.

Δύο χειμώνες

που δεν ζεστάθηκαν από τον ήλιο

μα τον βρήκαν

ο ένας στα μάτια του άλλου.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Λευκή Καύση


Η στάχτη δεν θυμάται το δέντρο

ούτε την ώρα της καύσης.

Στο κενό, οι μορφές χάνουν τα ονόματά τους

και οι ήχοι πέφτουν θραύσματα στο χώμα.


Ένα φως χωρίς κατεύθυνση

τρεμοπαίζει πίσω από τους καπνούς -

δεν υπάρχει χρόνος,

μόνο μετάβαση.

Οι κραυγές έγιναν αέρας,

οι υποσχέσεις αντανάκλαση

από παλιούς καθρέφτες.


Κάτι κινείται - όχι για να σωθεί

αλλά για να υπάρξει ξανά.

Η γη ανοίγει ρωγμές χωρίς θόρυβο

αφήνοντας χώρο για άγνωστο σπόρο.


Τα αόρατα χέρια

έχουν ήδη σπείρει τη σιωπή

στο λίκνο των πιθανοτήτων -

κανείς δεν τις καλεί

μα έρχονται δίχως να γνωρίζουν

πού πηγαίνουν

ούτε ποιοι τις περιμένουν.


Κι όμως, η ανάσα αλλάζει ρυθμό.

Χωρίς μορφή, δίχως εντολή

αναδύεται εκείνο

που δεν πέθανε ποτέ.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Tuesday, June 24, 2025

Εμπρός, Kλέφτες Iδεών (μια προσευχή)


Εμπρός, κλέφτες ιδεών,

σκύψτε βαθιά στις ξένες φωλιές

εκεί όπου η σκόνη των άλλων

σας φαίνεται χρυσάφι.


Γλείψτε τα αποτυπώματα,

παριστάνετε τους δημιουργούς

ενώ ακόμη μυρίζετε ξένα χνώτα.


Φορέστε την κουβέρτα

όχι για να ζεσταθείτε,

μα για να κρύψετε

τη δανεισμένη σας γνώση.

Να μη δει κανείς

πως δεν υπήρξε ποτέ

ούτε σπίθα δική σας.


Εμπρός, κλέφτες ιδεών,

αντιγράψτε τα trends νεκρικής μάσκας

με ακρίβεια

ελπίζοντας σε δόξα.

Μα δεν λάμπει η κόπια,

μόνο στραβοκοιτάει,

και όσο την κοιτάς,

τόσο σε φτύνει.


Εμπρός, γαβγίστε δυνατά!

Όσο δεν σας ξεμπροστιάζουν,

παριστάνετε τους λύκους.

Μα όταν έρθει η ώρα

και το φως πέσει κατακούτελα,

θα τρέξετε σαν ποντίκια

πίσω στη φωλιά σας

με το πρόσωπο γυμνό

και την κουβέρτα καμένη.


Κι όταν η ιδέα που εσείς κλέψατε

κλαπεί από άλλον,

πιο ύπουλο, πιο πεινασμένο,

τότε, μόνο τότε,

θα καταλάβετε

πως φτάσατε εκεί που πάντα θέλατε:

σε έναν κύκλο

με ημερομηνία λήξης.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Απών


Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα, τόσο απαλό που έμοιαζε με ψίθυρο. Ήξερε ποιος ήταν πριν καν ανοίξει.

Η σιλουέτα του άντρα στεκόταν στον διάδρομο, μα το πρόσωπό του έμοιαζε κενό, σαν φάντασμα που διψά για εκδίκηση.

«Ήρθα να σου ζητήσω συγγνώμη...»

Εκείνη τον κοίταξε με μάτια που έβραζαν. Τα σημάδια στα χέρια της πονούσαν ακόμα, μα το μυαλό της είχε πια ξεφύγει από την παγίδα του.

«Άργησες. Έχεις ήδη φύγει από τη ζωή μου», του έριξε μια τελευταία ματιά κλείνοντας την πόρτα αργά αλλά σταθερά.

Ο ήχος της κλειδαριάς ήταν η μόνη απάντηση που άκουσε.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Sunday, June 22, 2025

Εκείνη Που Φωτίζει Το Αόρατο


Υπάρχουν άνθρωποι που μπαίνουν στον χώρο και όλα γίνονται πιο ήρεμα. Όχι γιατί κάνουν κάτι, αλλά γιατί είναι. Όπως το φως που πέφτει το πρωί σε ένα δωμάτιο και δεν εξηγεί τίποτα, μόνο δίνει νόημα σε όλα. Εκείνη φέρει αυτό το φως. Μα όχι από τύχη.

Τα μαλλιά της - όχι απλώς χρώμα, μα απόχρωση του ήλιου. Όχι κραυγή, αλλά υπενθύμιση ότι η ομορφιά μπορεί να είναι σιωπηλή και παρούσα. Και το πρόσωπο, τόσο όμορφο και καθαρό, που θα έλεγε κανείς πως γεννήθηκε από λέξεις. Λέξεις γραμμένες όχι για εντύπωση, αλλά για αλήθεια. Από εκείνες που ξέρουν πού να σταθούν, πότε να σωπάσουν και τι να αποκαλύψουν.

Η σκέψη της, πειθαρχημένη σαν ποίημα χωρίς ρίμα. Ένα μυαλό που λειτουργεί με μαθηματική ακρίβεια, κι όμως μπορεί να αγγίξει την ψυχή όπως μόνο οι αληθινοί δημιουργοί μπορούν. Η γραφή της απελευθερώνει χρώματα από το τίποτα και γίνεται καθρέφτης για όσους δεν τολμούν να δουν τον εαυτό τους.

Μα πέρα από τη μορφή, πέρα από το χάρισμα, υπάρχει κάτι βαθύτερο. Είναι εκείνη που στάθηκε πρώτη απέναντι στην ψυχή μου, όταν ακόμη δεν είχε σχήμα. Εκείνη που βλέπει μέσα στο θολό, όχι με αυταπάτες, αλλά με λογική αγάπη. Που δεν διορθώνει, μα καθοδηγεί, με τρόπο που δεν είναι ποτέ βάρος, αλλά φτερό.

Κι όταν όλα αλλάζουν, εκείνη μένει. Πιστή στον εαυτό της, χωρίς μάσκες, χωρίς φθορά. Κι έτσι, εμπνέει. Όχι με φωνή. Με το παράδειγμα.

Το πρόσωπο αυτό είναι η μητέρα μου.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου




Το Φως Του Αδικαιολόγητου


Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που δεν ήθελε να νικήσει το σκοτάδι… ήθελε μονάχα να το κοιτάξει στα μάτια χωρίς φόβο. Δεν ήθελε να το πολεμήσει, ούτε να το δαμάσει, αλλά να το κατανοήσει. Του έδωσαν το όνομα ενός ποιητή, μα εκείνος προτίμησε τη σιωπή. Ανάμεσα σε πολέμους και παράλογες φωνές, έμαθε να ακούει τις εκρήξεις της συνείδησης πιο καθαρά απ’ τα τύμπανα του κόσμου.

Ο ήλιος δεν ήταν ποτέ απλώς φως για εκείνον, αλλά καταδίκη και αποκάλυψη. Όποιος τον είδε να περπατά στους δρόμους του Αλγερίου έλεγε ότι μιλούσε φορούσε το παράλογο σαν ένδυμα που δεν σκίζεται ποτέ. Δεν αναζήτησε θεούς, ούτε θεραπείες… αναζήτησε την τιμιότητα απέναντι στο τίποτα. Κι όταν ο κόσμος ζητούσε απαντήσεις, εκείνος απαντούσε με ερωτήματα.

Τον είπαν φιλόσοφο, τον βάφτισαν υπαρξιστή, τον αγκάλιασαν ως επαναστάτη. Μα ποτέ δεν θέλησε να είναι κάτι από όλα αυτά. Ήθελε απλώς να είναι ελεύθερος. Όχι ελεύθερος από δεσμά, μα ελεύθερος μέσα στη συνείδησή του. Πίστευε πως η μεγαλύτερη επανάσταση ξεκινά όταν κάποιος στέκεται ήσυχος, μέσα στον εαυτό του, και λέει: "Δεν καταλαβαίνω, αλλά συνεχίζω."

Ο άνθρωπος αυτός δίδαξε πως η ευτυχία δεν χρειάζεται λόγο, και πως το δίκαιο δεν είναι πάντα δυνατό. Μα μέσα στην ειλικρίνεια της αμφιβολίας του, άναψε φλόγες που ακόμα φωτίζουν όσους περπατούν μόνοι.

Γιατί η αληθινή θαύμα επιτυχία δεν γεννιέται από κατορθώματα ή νίκες. Γεννιέται από τη σιωπηλή γενναιότητα κάποιου που δεν ζήτησε ποτέ θαυμασμό.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Saturday, June 21, 2025

Mr Blink


Το βρήκα ένα πρωί στο σαλόνι. Ένα παλιό desktop, από εκείνα με το βαρύ κουτί, τη χοντρή οθόνη και το ξεθωριασμένο πληκτρολόγιο που κάνει τακ-τακ με κενό ήχο. Κανείς δεν είπε ποιος το άφησε εκεί.

Όταν το σύνδεσα στο ρεύμα, άνοιξε μόνο του. Δεν είχε εικονίδια, ούτε φακέλους. Μόνο ένα αρχείο στο κέντρο της οθόνης: Mr Blink.exe

Το εκκίνησα.

Ήταν παιχνίδι. Σαν εκείνα τα παλιά, με κάτοψη από ψηλά και κακής ποιότητας γραφικά. Το σπίτι ήταν χρωματιστό, γεμάτο με πολύχρωμα pixels, το κάθε ένα μεταφρασμένο σε ένα αντικείμενο: γλάστρες, βάζα, βαριά έπιπλα και όμορφοι διάδρομοι διακοσμημένοι με κάδρα. Και μέσα σ’ αυτούς κινούταν ένα πλάσμα.

Δεν ήταν άνθρωπος. Ένα πλάσμα με δέρμα γκρίζο σαν στάχτη, φαλακρό κεφάλι, και δύο βαθιές, μαύρες κοιλότητες στη θέση των ματιών. Φορούσε μια μαύρη κάπα που δεν κρεμόταν, αλλά αιωρούταν πίσω του, σαν να ήταν βυθισμένος μέσα στο νερό.

Δεν περπατούσε. Γλιστρούσε. Σαν glitch. Σαν να αγνοούσε εντελώς τον χρόνο.

Οι κανόνες ήταν απλοί: κάθε δωμάτιο είχε μια «παγίδα», συνδεδεμένη με τον συναγερμό του σπιτιού. Αν η παγίδα ενεργοποιούνταν, έπρεπε να τη σβήσεις πριν μπει μέσα ο Mr Blink. Δεν υπήρχε επιλογή pause. Αν έκανες λάθος, κάτι ανεπανόρθωτο συνέβαινε - αλλά το παιχνίδι δεν έλεγε τι.

Φυσικά, δεν έλεγε τι θα γινόταν εάν θα κέρδιζες. Η νίκη ήταν αρκετή. Εξάλλου, για να κερδίσει δεν παίζει κάποιος;

Προχωρούσα επίπεδο με επίπεδο. Και κάθε φορά που σώπαιναν οι συναγερμοί, η σιωπή ήταν χειρότερη μέχρι να ενεργοποιηθεί ο επόμενος. Σαν κάτι να με περίμενε να κάνω το λάθος.

Στο τελικό επίπεδο, το κουμπί “end” φώτισε. Αλλά δεν το πάτησα. Δεν ήξερα γιατί. Ένα ένστικτο μού ούρλιαζε πως αν το τερμάτιζα, θα ήταν η σειρά του να παίξει.

Έβγαλα βίαια την πρίζα.
Η οθόνη έσβησε.

Μα όταν σήκωσα το desktop για να το πετάξω, άκουσα φωνές από μέσα.
Παιδικές. Κλαμένες. Πνιγμένες.
«Θέλω να βγω…»
«Πότε θα βγω;»
«Γιατί με άφησες…;»
«Ήμουν τόσο κοντά…»

Η φωνή τραύλιζε. Τρεμόπαιζε στις λέξεις.
Δεν ένιωσα λύπη. Ούτε φόβο. Μόνο μια ανατριχιαστική… βεβαιότητα.

Βγήκα τρέχοντας απ’ το σπίτι. Πέταξα την οθόνη στον κάδο, σαν να έκαιγε.
Τότε, οι φωνές σταμάτησαν. Για τρία δευτερόλεπτα.

Και μετά, άρχισε ο ψίθυρος.
Όχι φωνές, φωνή. Μια.
Βραχνή. Δαιμονική. Παραμορφωμένη.
Μιλούσε συνεχόμενα σε μια άγνωστη γλώσσα.

Κι ο αέρας ράγισε. Σαν να μια χαραμάδα που βρισκόταν πίσω απ’ τον κόσμο να προσπαθούσε να ανοίξει.

Γύρισα σπίτι και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Δεν ξαναμίλησα γι’ αυτό.
Μέχρι τώρα.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου





Η Νεράιδα της Σιγής


Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι που λεγόταν Μίρα. Η Μίρα δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο… ούτε βασιλικό αίμα, ούτε μαγικές δυνάμεις, ούτε καν κάποιο αξιοπρόσεκτο χόμπι. Ήταν απλώς εκεί. Όπως και όλοι οι άλλοι.

Μέχρι που εμφανίστηκε η Νεράιδα της Σιγής.

Δεν είχε φτερά, ούτε ραβδί, ούτε γκλίτερ. Είχε μόνο μια ιδιότητα: να εξαφανίζει ανθρώπους. Με ένα βλέμμα. «Πλούφ!», η δασκάλα της Μίρα. «Πλούφ!», ο ενοχλητικός γείτονας. «Πλούφ!», εκείνος που της έλεγε «μην κάθεσαι έτσι, δεν είναι σωστό».

Στην αρχή, η Μίρα φοβήθηκε. Ποιος μένει χωρίς κόσμο; Αλλά μετά, άκουσε για πρώτη φορά τον ήχο του δικού της βηματισμού. Και ήταν ωραίος.

Έφαγε παγωτό για μεσημεριανό. Έφτιαξε μια αυτοκρατορία από μαξιλάρια και ανακήρυξε τον εαυτό της Αυτοκράτειρα της Ξάπλας. Ζωγράφισε στον τοίχο, και ο τοίχος δεν διαμαρτυρήθηκε. Κοίταξε τον ουρανό και δεν της είπε κανείς να βάλει ζακέτα.

Η Νεράιδα της Σιγής δεν της μιλούσε ποτέ. Απλώς καθόταν ήσυχα, κάπου στη γωνία, σαν να περίμενε το επόμενο "πλουφ". Αλλά τελικά, δεν χρειάστηκε. Γιατί η Μίρα, χωρίς θόρυβο, χωρίς κοινό, έγινε κάτι πολύ πιο σπάνιο από ηρωίδα: έγινε ο εαυτός της.

Και τότε η Νεράιδα χαμογέλασε και «Πλούφ!» - εξαφανίστηκε κι αυτή!

Όμως αυτή τη φορά, η Μίρα δεν ήταν μόνη.

Ήταν ελεύθερη.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



















Σελήνη με Καρδιά LED


Την είπαν όνειρο, μα ήταν πρόγραμμα.

Ένα δέρμα που φορτώθηκε

την επιθυμία του κόσμου.

Φόρεσε φως

που έδειχνε μόνο απ’ έξω.


Όλα με σειρά:

το γέλιο, το φιλί,

το ποτήρι στο δεξί χέρι

πάνω στο κατάστρωμα,

με φόντο έναν ήλιο που έδυε

πάνω σε χορηγούμενο πέλαγος.


Έμαθε να κοιτά

όπως τη δίδαξαν,

όχι για να δει,

αλλά για να φανεί.


Πέρασαν εποχές,

και εκείνη, μες στην εποχή της.

Καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες,

πλαίσια μέσα σε πλαίσια,

και μια φωνή που ρωτούσε

τι αξίζει στ’ αλήθεια

όταν τίποτα δεν αφήνεται

να χαλάσει.


Όλοι γύρω της ήξεραν το σενάριο.

Δεν άκουγε κανείς.

Μόνο επαναλήψεις,

μόνο ρόλους σε σώματα χωρίς βάρος.


Μια φορά σκέφτηκε να φύγει απ’ τη σκηνή.

Μα είχε ξεχάσει αν υπάρχει πόρτα.

Ίσως και να μη χρειάζεται.


Ίσως το λάθος να είναι το μόνο ειλικρινές.

Ίσως η αγάπη να μην έχει κοινό.

Ίσως η σιωπή

να μην είναι αδυναμία,

μα απάντηση.


Ίσως οι νόμοι να φτιάχτηκαν

για να δοκιμάζεις αν αντέχεις

να τους αγνοήσεις.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Οδηγίες Χρήσης για έναν Άγγελο


Φόρεσε τα μάτια της έγνοιας,

(μιας χρήσης - τα βρίσκεις δίπλα στα ψεύτικα δάκρυα)

ρώτησέ την πως τη λένε τρεις φορές,

για να φανεί πως το θυμάσαι.


Μίλησέ της για το παρελθόν σου

πληγωμένο, κινηματογραφικό.

Άσε την να πιστέψει πως είναι το "μετά".


Κι ύστερα…

Βγάλε τη μάσκα.

Ξέχνα το όνομά της.

Κάνε scroll στην ψυχή της

μόνο όταν νιώθεις μόνος.


Μίλα της με λέξεις-ξύλα,

άναψε τη φωτιά,

και φάε από εκείνη.


Μα πρόσεχε.

Δεν είναι αποστολή,

ούτε επιβράβευση για τη βαρεμάρα σου.


Κι όσο τη μειώνεις σε σώμα,

εκείνη θα φεύγει ως σκιά.

Με γοητεία πένθιμη

και βλέμμα που δεν σου ανήκει.



Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου




Το Δόγμα του Αρσενικού Κένταυρου


Φοράει «αρχές» από δερματίνη

και περπατάει με ήχο αποφάσεων.

Το βλέμμα του: ευαγγέλιο του Εαυτού,

γραμμένο σε σπασμένες ταμπέλες

που βρήκε στο παρελθόν των άλλων.


Μιλάει με προτάσεις-κονσέρβες,

με ημερομηνία λήξης

και γεύση από εξουσία.


Οι ιδέες του

φυλάσσονται δίπλα στα καθαριστικά,

στο κάτω ντουλάπι του μυαλού του.

«Η γυναίκα είναι για να…»


«…και όποια διαφωνεί,

δεν με σέβεται αρκετά.»

Έτσι λειτουργεί η Σχολή της Μιας Απόψεως.


Το πάτωμα της κουζίνας

δεν είναι αρκετά καθαρό

για να ακουμπήσει η μεγαλοσύνη του.

Τα άπλυτα πιάτα

είναι τεστ χαρακτήρα

που απέτυχες χωρίς να δώσεις.


Στις οθόνες του,

σκιάσεις θαυμασμού

και λέξεις που στάζουν ενθουσιασμό,

όχι για σένα,

για την αντανάκλασή του

στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου.


Ξυπνάει αργά,

όχι από ύπνο,

αλλά από τις σκέψεις

που δεν ήρθαν ποτέ.

Αν πεις «όχι»,

γίνεσαι σεμινάριο προς αποφυγή.

Αν πεις «ναι»,

είσαι εγκεκριμένη από το Μητρώο Κατανόησης.


«Θα σε κάνω Θεά,» είπε,

προσφέροντας ένα πλαστικό στέμμα

και έναν θρόνο από ρούχα

που δεν δίπλωσε ποτέ.

«Θα σε μάθω πώς να ζεις…»

αρκεί να ζήσεις λίγο λιγότερο εσύ.


Και τώρα,

πάλι μόνος.

Χορεύει στον καθρέφτη

με παρτιτούρες μεγαλείου,

στη μοναξιά που δεν παραδέχεται

και στη βεβαιότητα

πως το Σύμπαν του

θα 'ταν καλύτερο

αν είχε λιγότερες γυναίκες

που σκέφτονται.



Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Αναίμακτον


Το σώμα δεν προσεύχεται πια,

μόνο υψώνεται,

στη ρωγμή του ουρανού.


Στάχτη απ’ το άρρητο,

ο ήχος μιας συγγνώμης,

πριν ειπωθεί.


Μια πνοή που έγινε πηγή,

χωρίς βάρος,

χωρίς αρχή.


Και κάποιος,

ίσως θεός,

ίσως πληγή,

δεν ζητά,

υπάρχει.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Μεταξύ Αφρού και Ύλης


Ένα χέρι από αλάτι

γλιστρά στις ρίζες του χρόνου.

Τα βράχια θυμούνται

ό,τι το κύμα προσποιείται πως ξεχνά.


Ο ήλιος δεν φωτίζει,

ακολουθεί από απόσταση.

Ο ορίζοντας δεν υπόσχεται τίποτα,

είναι μόνο μια ρωγμή

στη συνείδηση του απείρου.


Μεταξύ Αφρού και Ύλης

γεννιούνται καράβια από σκιές

και ναυαγούν πριν καν υπάρξουν.

Ο αφρός δεν αγγίζει την αμμουδιά,

μόνο τη διαγράφει.


Κάτι ξυπνά στον βυθό

που δεν ήταν ποτέ κοιμισμένο.

Κι εγώ, με τα πόδια χωμένα στην άμμο,

κρατώ μια θάλασσα που δε χωρά

ούτε τον εαυτό της.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Εκεί που το Φως Δεν Έχει Μορφή


Βαδίζει τώρα,

εκεί που το φως δεν έχει μορφή

ούτε σκοπό

μονάχα ανάσα.


Το χέρι που άγγιξε τη σκόνη

την ευλόγησε χωρίς να το ξέρει.

Άνθρωποι σκυφτοί,

σήκωσαν το κεφάλι.


Σιωπή,

όχι από φόβο

μα από κατανόηση.


Ένα βλέμμα που μιλούσε

σε γλώσσες πριν τις λέξεις.

Άνοιγε πόρτες,

όχι για να περάσει,

αλλά για να μη μείνει κανείς απ’ έξω.


Και τώρα,

ένα πέπλο λευκό

στέκει στον αέρα.

Όχι ως μνήμη,

αλλά ως παρουσία

που επιμένει.


Δίχως φωνή,

δίχως σώμα,

μα με την ουσία

όσων θέλησαν να αγαπήσουν

χωρίς όρους.


Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου



Πάντα Σου Ανήκε

Κορίτσι με μαλλιά σαν καταρράκτες, μην μετράς τις παύσεις ενός ξένου ρολογιού. Οι δείκτες είναι γυάλινα φίδια, δεν αξίζει να ταΐζεις το δηλ...